Ταξείδιον

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

΄΄Ύψώσαμε παντιέρα κίτρινη στο μαστροπό καιρό/ να ομολογήσουμε τ΄ ανομολόγητα/ και μια και δυο κινήσαμε με βάρκα την ελπίδα/ για τα ξένα..΄΄

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][B][I]΄΄Ταξείδιον΄΄

~~

΄΄Με πιάνει μια μελαγχολία, τις νύχτες
δεν ξέρω πως να πνίξω τον καημό
και πως να μοιραστώ το παράπονο

άλλοτε ζωγραφίζω βουνά κι άλλοτε σχεδιάζω χαράδρες

άλλοτε πάλι ανεβαίνοντας
κουτρουβαλιάζομαι στις σκάλες
και χύνομαι στο πέλαγος

-μέσα σ' ένα ρέμα από πυγολαμπίδες βουλιάξαμε-

νομίζοντας πως το εικονικό τους φως
ήταν η διέξοδος στην απόγνωση

τώρα μένουμε σιωπηλοί -μουντοί-
σαν τον μουντό καιρό που συννεφιάζει
αλλά δε λέει να βρέξει

κι εμείς δε λέμε ακόμα να φωνάξουμε
και να ομολογήσουμε όλα εκείνα τ' ανομολόγητα
του τύπου
''σε θέλω κοντά μου γιατί δεν ζω''
''θα ΄θελα να ΄σουν εδώ γιατί πεθαίνω'' -ή-
''κράτα το χέρι μου, να βαστήξω το δικό σου''

-κι άλλες τέτοιες ανοησίες-

σιχάθηκα, έβρισα, φώναξα, μίσησα, αγάπησα
έπεσα, σηκώθηκα, πληγώθηκα, αναστέναξα
εν τέλει συνήθισα να περιμένω...

βλέπω κάτι ερωτευμένα ζευγαράκια κι αναρωτιέμαι
'' να πιστεύουν;''

λοιπόν, δεν ξέρω πως ναυάγησα
γιατί νιώθω σα ναυαγός σε μια ξέρα
που συντηρείται με τα λίγα και του είναι αρκετά

και πλέον περιμένει κάθε ημέρα, την ίδια ώρα
το σωστικό συνεργείο να έρθει από θαλάσσης

ύψωσα σημαία -κατάμαυρη-
στο πιο πολυσύχναστο ύψωμα
για να δηλώσω πως είμαι χαμένος
...κι ακόμα να με βρούνε...!

τσάμπα και τα χρόνια που χαλάλησα στα ταξίδια
και τους έρωτες

το μόνο της ζωής μου ''ταξείδιον''
έγινε με έναν φιόγκο στο λαιμό
που κάθε ημέρα τον σφίγγω και περισσότερο

κι έφτασε να μοιάζει μ' ένα κόμπο που 'κατσε το φαΐ
απ' το μεσημέρι
και δε λέει να κατέβει...

-λυπούμεθα, μάθαμε να αγαπάμε...-΄΄


Γιώργος_Κ[align=center][B][I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-11-2017