Ο Γιώργης και η Δημητρούλα

Δημιουργός: Πολυ-ξένη, Ξένια

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info





Ένα παραμύθι θα σας πω
για ένα ζευγάρι γνωστό
τον Γιώργη και την Δημητρούλα
με τα κεντητά τα τούλια
τις πέρλες και τα πλουμίδια.
Ολημερίς κι ολονυκτίς
κόβει, ράβει και κεντάει
κι ο καλύτερος θαυμαστής
ο Γιώργης απ΄το πλάι
το ταίρι του, με καμάρι, κοιτάει.
Δες, Γιώργη μου, κορώνα μου
τι ωραία που τα κεντάω
με ρουμπίνια και διαμάντια
φερμένα απ΄ την Αλεξάνδρεια
στολίζω και χρυσοκεντάω.
Προίκα, του ένα και μοναδικού
του γιου μας του ακριβού
σπάνια κι ακριβοθώρητη
για τον κοσμάκη τον απλό
μεις είμαστε κάτι το διαφορετικό.
Ναι, Δημητρούλα, ψυχή μου
για τον κανακάρη μας όλα αυτά
μάτια, μοναχά μην δουν, εχθρικά
ας κλειδώσουμε στ΄ αμπάρι
κανείς μην τα πάρει χαμπάρι.
Τι λες, Γιώργη, κολώνα του σπιτιού
αντάξια, και καλύτερα, παλατιού
στη βεράντα θα τ΄ απλώσουμε
να σκάσουν φίλοι κι οχτροί
σαν δουν, μεις, τι έχουμε κι όχι αυτοί.
Κι ο Γιώργης, από τότε κουβαλάει
της Δημητρούλας χατήρι δε χαλάει
τα προικιά, του γιόκα τους, απλώνει
υποτακτικός της συμβίας έχει γίνει
μα σα γύφτικο σκεπάρνι καμαρώνει.
Η Δημητρούλα, το έργο της δε σταματά
ακριβή και τρανή η κληρονομιά
που στον γιόκα τους θ΄αφήσει
όλος ο κόσμος κι όλη η πλάση
θα τη ζηλέψει και θα την θαυμάσει.
Μα κάπου εκεί, έχασε τον Γιώργη
τον σκέπασαν τα κεντίδια τα πλουμιστά
τονε ψάχνει μα δεν μπορεί να τονε βρει
αναρωτιέται αν αυτή είναι αυτός
κι ο Γιώργης ο άλλος της εαυτός.
Κι έζησαν αυτοί καλά
κι ας ψάχνουν να βρουν
ποιός είναι ποιος, και ποιά είναι ποια
τη δόξα μοιράζονται
τον μονάκριβο τους, νοερά, ασπάζονται.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-02-2018