Η γοργόνα και ο ψαράς Δημιουργός: Evita[Iris], εVα το δημοσίευσα σε περιοδικό του σχολείου. σε μια πολύ ρομαντική για μένα περίοδο.... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Το παιδί ήταν ψαράς. Κατέβαινε στο ακρογιάλι κάθε που ο ήλιος βουτούσε στη θάλασσα για το απογευματινό του μπάνιο. Όμορφος, λυγερός και στιβαρός, σου προκαλούσε εντύπωση.
Κανείς δεν ήξερε τι πήγαινε να κάνει τα μεσάνυχτα στο ακρογιάλι. Κάποιοι έλεγαν για νυχτερινό ψάρεμα και νυχτερινό μπάνιο, αλλά εγώ δεν τα έχαφτα αυτά. Πήγα να τον παρακολουθήσω μια νύχτα ζεστή.
Βγήκε απ’ την πόλη όπως πάντα, με χαρά στο πρόσωπό του. Η ομορφιά του σε μεθούσε, και το πρόσωπό του έμοιαζε με αγγέλου. Πήγε και στάθηκε εμπρός στην γαλάζια θάλασσα.
Το φεγγάρι, σαν δελφίνι, πήδηξε απ’ τι θάλασσα ψηλά και πήγε στον ουρανό. Χρύσιζε εκτυφλωτικά την λαμπερή θάλασσα και βούλιαζε η ψυχή σου στα πέλαγα.
Μια γοργόνα καθόταν στον βράχο. Η ομορφιά της έμοιαζε με αγγέλου. Ξανθά ξέπλεκα μαλλιά σκέπαζαν το γυμνό κορμί της. Γαλάζια μάτια σε συγκινούσαν μόλις τα αντιμετώπιζες. Ολόκληρο το σώμα της σκεπαζόταν απ’ το γλυκό φεγγαρόφωτο.
Ο ψαράς, το ομορφόπαιδο, την πλησίασε γοητευμένος. Ένα φιλί ακολούθησε. Η παιχνιδιάρα γοργόνα παραμέρισε να κάτσει κι το αγόρι αναπαυτικά.
Έπιασε τα χέρια του και τα χάιδεψε με τρυφερότητα. Μα να ο λόγος! Η γοργόνα η λαμπερή του είχε κλέψει την καρδιά και έκανε τσάρκα τα μεσάνυχτα.
Δυο ερωτευμένοι τώρα λούζονταν στο φεγγαρόφωτο. Το πρόσωπο του ψαρά, μόλο που μόλις ξεχώριζε μες στο απέραντο σκοτάδι της καλοκαιρινής Αυγουστιάτικης βραδιάς, φαινόταν απίστευτα ευτυχισμένο και ήρεμο. Η γοργόνα τον αγαπούσε και τον άγγιζε στα χέρια, στα μάγουλα, στα χείλια. Αυτή δεν βυθιζόταν στο σκοτάδι. Ήταν τόσο λαμπερή, που το φεγγαρόφωτο δεν άγγιζε το βελούδινο κορμί της.
Οι πρώτες πρωινές ώρες έφτασαν. Κι εγώ ακόμη εκεί. Ψίθυροι όλο το βράδυ ακουγόντουσαν. Ψου-ψου έκαναν οι ερωτευμένοι.
Μόλις η ροζ αυγή ξεπρόβαλε πίσω απ’ τα βουνά, αιφνιδιαστικά η ομορφονιά η γοργόνα έδωσε μια βουτιά στην θάλασσα. Δεν υπήρχε πια λάμψη εκεί. Το άστρο της νύχτας είχε φύγει.
Ο ψαράς κρατούσε ένα κοχύλι. Το άνοιξε με απορία. Χρωματιστές λωρίδες σκόρπισαν παντού, σχηματίζοντας ουράνιο τόξο μαγικό. Κι ένας ψίθυρος, γλυκός σαν μέλι, ξεχείλιζε παντού: «Σ’ αγαπώ» έλεγαν οι βράχοι, «σ’ αγαπώ» κι ο ουρανός, «σ’ αγαπώ» σιγοψιθύριζε με τα κύματα κι η θάλασσα, κι όλα έλαμψαν απ’ την μαγική αγάπη…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-07-2006 | |