Ο καπετάν Λεβέντης [ Μέρος Α ]

Δημιουργός: ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ

Μία ωδή στη Λεβεντιά. [ Στη Γεωργία προσφορά ]

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΕΒΕΝΤΗΣ [Α]


Ήταν δεμένος μια ζωή,
με 'κείνο το λιοστάσι,
γι αυτό κατάρα άφησε
στο γιο του, τον Θανάση:


-Αν έρθ' η ώρα η κακιά,
[κανείς ποτέ δεν ξέρει],
τα άλλα κάμ' τα ότι θες,
όμως, σε τούτες τις ελιές,
δεν θέλω ξένο χέρι.

-Πατέρα! Τι 'ν' αυτά που λες;
Θα φύγουν πρώτα οι ελιές!
-Μη ζήσω τέτοιο πόνο!
[ Έδειχν' , ο γιος, να απορεί].
Έβγαλε το κακό σπυρί,
και πήγε μέσ' 'το χρόνο.

Έτσι σε κείνες τις ελιές,
δεν μπήκε ξένο χέρι.
Στον όρκο έμεινε πιστός,
κλάδεμα, τίναγμα, αυτός,
και... έγινε ξεφτέρι.

Τον αγωγιάτη, έλεγαν,
πως τον ξυπνά τ' αγώι.
Όλοι αυτό το γνώριζαν,
και μέχρι πάνω γιόμιζαν
τα κιούπια στο κατώι.
.................
Ήρθε μετά η κατοχή,
και ψάχνοντας οι Γερμανοί,
στο σπίτι, ένα δείλι,
το βρήκανε, σαστίσανε,
και λάδι δεν αφήσανε,
ούτε...για το καντήλι!

Τον κάρφωσ' ένας χωριανός,
μαυραγορίτης ξακουστός.
-Σ' αυτόν θα βρείτε λάδι.
Και ο Θανάσης, μια βραδιά,
σαν έμαθε για τη "λαδιά ",
τον έστειλε...στον Άδη

Ύστερα βγήκε στο βουνό.
Πολέμησε το Γερμανό,
με πάθος, ίδια λύσσα.
Όμως ποτέ με μπαμπεσιά,
είχε Θεό τη λεβεντιά,
επάλευε στα ίσα.
---------------
Συνεχίζεται...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-06-2018