οδύσσεια

Δημιουργός: χρήστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τρικυμισμένη η θάλασσα, λυσσομανά η νοτιά
δεν είναι πουθενά στεριά, πέλαγο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι εγώ δεμένος με άλυτα δερμάτινα λουριά
στο μεσιανό που στράβωσεν απ’ τον καιρό κατάρτι

Απ’ του Βοσπόρου πέρασα τα απόκοσμα νερά
κι από τα βράχια ανάμεσα, ξυστά, της Προποντίδας
κι είδα απ’ το στόμα η Χάρυβδη το πέλαος να ξερνά
μα από το φόβο ανώτερος ο πόθος της πατρίδας

Μήτε της Σκύλλας σκιάχτηκα τις έξι κεφαλές
και τις σιαγόνες που μασούν και τρων τις λαμαρίνες
γιατί ποτέ δεν πίστεψα στης μοίρας τις βουλές
μήτε με παραπλάνησαν του κόσμου οι Σειρήνες

έπλυνα μ’ αρμυρό νερό όλες μου τις πληγές
και με θειάφι ξόρκισα καταραμένες μνήμες
κι ως έκλεισα τα μάτια μου σ’ άκουσα να μου λες:
«μη σκιάζεσαι κι ο θάνατος κι αυτός μια ιδέα είναι»

Μα ήρθαν φορές που αντίκρισα τα γνώριμα βουνά
κι ύστερα πάλι επέστρεψα στης θάλασσας τα εμπόδια
φαίνεται απ’ όλα πιο πολύ τρέμω τα στεριανά
τα τέρατα που έχουν λαλιά και στέκουν στα δυο πόδια

Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-07-2018