Φημονοη Δημιουργός: Μ.Ελμύρας Από: 'Τα Λιανοτράγουδα της Ελμύρας' Καλό βράδυ σε όλες και όλους Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΦΗΜΟΝΟΗ
Κυρά που του λαβύρινθου
κρατάς τον μίτο,
και στα λαγόνια σου κατέχεις το αίνιγμα
καιρού ευνούχου,
αέρας βάσκανος φυσάει τώρα,
τρέμουν τα φύλλα
και στης καρδιάς μου το παραγώνι
ανατριχίλα
νοιώσαν τραγούδια που μου εμάθαν
ιδρώτων λεύγες
και μαδριγάλια βροχών του ήλιου
στους ελαιώνες.
Στ'ακροθαλάσσι είδα κλαμμένους
τους Μυρμιδόνες,
τα Παναθήναια να οδηγούνε
έντεκα νάνοι,
τα παραμύθια να φαρμακώνουν
φριχτές οχέντρες,
είδα τα όνειρα να καταδιώκουν
ξένοι ουλάνοι,
στ'αλήθεια τά'δα,καταμεσήμερο,
δεν είναι ψέμμα..
και μιά πανσέληνο που κολυμπούσε
μέσα στο αίμα!
Είπ’ο Ευρώτας πικρά πως κλαίγαν
οι ναϊάδες,
κι’ήταν ο θρήνος σαν Μάη άλλου
λαού λυγμό,
πως τον ακούσαν οι νηρηίδες
και στις Κυκλάδες
από τα στήθη βαθύ αφήσαν
’ναστεναγμό,
που στα φτερά τους τον ταξειδέψαν
θαλασσοπούλια,
ως τα ουράνια ψηλά τον πήγαν,
στ'άστρα, στην πούλια,
κι'ύστερα έπεσε σαν βροχονέρι
σε νόστου μνήμη,
σαν αλισάχνη καρδιάς θλιμμένης
ύστερα εγίνη..
Στο τετρανέμι άναψα τότε
μικρό καντήλι,
για να προσεύχεται η μαντζουράνα
και τ'ασφοδίλι,
ψάρεψα ίσκιους με χρυσοδύχτι,
σαν της Εκάτης,
παιδί αμούστακο και με κορόϊδεψε
γέρος σακάτης
κι'έσπερνα χρόνια μέσ'των ονείρων
το περιβόλι
κι'ερχόνταν νύχτα και τα κουρσεύαν
μύριοι διαβόλοι,
ολόγυρα άκουγα ψυχές να ρέουν
μέσα στην στέρνα..
και στα θολάμια της ύπουλα'σύχαζε
άγρια σμέρνα..
Με το ροδόδεντρο έχτιζε Μάρτη
το χελιδόνι,
φωληά μιάς άνοιξης που αχνοχάραζε
σ'ένα μπαλκόνι
και κάποιους άκουσα,κάποιους να λένε:
-Από συνήθεια
ανθίζουν όλα...και δείχνουν ψεύτικα
σαν την αλήθεια!
Πως στα όνειρά τους ζουν οι αλήθειες
ζωές σαν ψέμματα!
Κι'είδα'ναν ήλιο να αργοβουλιάζει
σ'άλικα αίματα
σαν κάποιος,κλαίγοντας,είπε:-Μαχαίρωσαν
τον ουρανό,
την ώρα πού'κανε,ανυποψίαστος
εσπερινό!
Τ'άκουσαν σύννεφα και ξαναρχίσανε
πικρό το δάκρυ
και μία στρίγγλα σε κάρβουνά'ριχνε
θειάφι κι'αλάτι,
φριχτά ψιθύριζε λόγια και άγριου
μίσους κατάρες,
ο χρόνος καίγονταν μέσα στις φλόγες,
μέσ'τις αντάρες
κι'ένοιωσα ήμουν χαμένης άνοιξης
το χελιδόνι
και στ'αγριάγκαθο πως καρφωμένο
ήμουν αηδόνι.
Κυρά μου,πέσ'μου, σε ποιάν ανέμη
και για ποιό κρίμα
τυλίγει κάποιος το ματωμένο
με μνήμες νήμα,
με φως να πλέξει λευκό χιτώνα
και αλουργίδα,
πού'χα φορέσει,άγρια νύχτα,
σε κάποια Αυλίδα
και στους συντρόφους μου φώναζα:'-.Πείτε μου
ποιός είν'ο Ένας; '
κι'αχερωίδες αχνά ψιθύριζαν:
' -.Είν'ο Κανένας;'
Τα ρόδα ρώτησα,τα γιασεμιά,
μύρτα και σχίνα
και τον Απρίλη,τον ματωμένο,
ρώτησα μήνα,
μήπως τον είδαν,ποιό τ'όνομά του,
αν του μιλήσαν,
αν οι καιροί πλέξαν στεφάνια
και του χαρίσαν
'κείνου που ήρθε, χρόνια αμνημόνευτα,
κρατώντας κρίνα,
σούρουπο αχνό στην αγιασμένη
την Ελευσίνα..
και μου απαντήσανε με μιά φωνή:
-.Ήταν ο Ένας!
Μα σαν ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε:
'-.Είμ'ο Κανένας!'
Αγέρωχη έγινα βελανιδιά
και κυπαρίσσι,
εργάτης έγινα σ'ένα πολύβουο
ζωής μελίσσι,
μα τα κλαδιά μου τα βαρυφόρτωναν
καιροί με χιόνι
και στην κυψέλη μου κάποιοι κρυφόσταζαν
κόμπους αφιόνι,
θανάτου νύχτα με ύπνο βάραινε
τα βλέφαρά μου,
θλιμμένος ήλιος χρόνια σεργιάνιζε
στην γειτονιά μου,
ώσπου βορηάς καμπάνες χτύπησε
μιάς επανάστασης
κι'ορμήσαν όνειρα και ευωδιές
κρυφής ανάστασης!
Άκουσα όλες τις προσευχές
πικρών ερώτων,
τα βογγητά, τα 'Ως πότε;' άκουσα,
νέων ειλώτων..
Μαζύ τους έκλαψα ..κι'ύστερα κίνησα
'γώ καβαλάρης,
να γίνω τ'άδικου ο 'Αναμενόμενος',
ο μακελάρης.
Κλαίγαν οι έρωτες και:'-.Θα πεθάνουμε
δίχως την πίκρα!'
λέγαν..κι'οι είλωτες:'-.Έχει η σκλαβιά',
μου λέγαν, 'γλύκα!'.
Κάλπασα μόνος σε φεγγαρόλουστο
ακροθαλάσσι,
Τρίτωνες είχαν με Νηρηίδες
στήσει γιορτάσι.
Παίζαν,γελούσαν, στεφάνια πλέκαν
από αφρό.
Και μιά γοργόνα πήρε και γέμισε
μ'άστρα κλεψύδρα
'Της άμμου κόκκοι τ'΄στρα και'σύ
κι'όσα δεν είδα'
μού'πε 'σε έρημο που αιχμαλώτισε
τον ουρανό,
γι'αυτό σου λέω πριν η κλεψύδρα
τούτη αδειάσει,
τραγούδια πλέξε για όλα τα όνειρα
πού'χουν βραδυάσει!'
Είπε και χάθηκε μέσ'τ'ασημόνερα,
πιά δεν την είδα.
Μόνο την άκουσα ναύτες που ρώταγε:
'-.Ποιά'χω πατρίδα;
Ποιό τ'όνομά μου;' και δεν το γνώριζαν
από τα πλοία
παρ'αποκρίνονταν:'-.Εμείς τραβάμε
κατά την Τροία!'.
Και βόγγος τότε από τα στήθεια
του ήσυχου πόντου
υψώθη..κι'έφτασε μέχρις τα βράχια
του Ελλησπόντου!
Τ'αυτιά μου έκλεισα να μην ακούω
και το φεγγάρι
την νύχτα φώναζε,την μαύρη νύχτα
για να το πάρει
και την παράξενη κλεψύδρα πήρα
στα δυό μου χέρια,
από μιάν άβυσσο σ'άβυσσο άλλη
ρέαν αστέρια.
Ξέφυγε ένα κι'ήρθε και έπεσε
στην άμμο πάνω,
'-.Έλαμπα',μού'πε,'χρόνια αλογάριαστα
για να πεθάνω!
Όμως καλύτερα νά'μουν του Αιγαίου
άδειο κοχύλι,
που τραγουδά σαν το φιλούν
Τριτώνων χείλη!'
Άδειο κοχύλι έγινα τότε
και με φυσούσαν,
όσοι ανέμοι το πέλαγό'πνιξε
κι'όσοι θα ζούσαν,
έβγαζα ήχους σαν από φλάουτο
κι'από κιθάρα
και ονειρόλογα αγάπης π'άνθισε
μέσ'την κατάρα..
Κι'ήρθε'να κύμα να μ'αγκαλιάσει
σαν αδερφός
'-.Θα γίνουν όλα όπως προστάζει!'
είπε ο αφρός
και δάχτυλό'δα με βία να γράφει
σ'ένα τεφτέρι
κάτι που διάβασε και αναρρίγησε
το καλοκαίρι!
-Κυρά μου, πέσ'μου,που να τραβήξω,
ποιός είν'ο δρόμος;
Ποιός στων ανόμων τον κόσμο,άραγε,
νά'ναι ο νόμος;
Μηνώ της άνοιξης γρήγορα νά'ρθει,
ρόδα να φέρει
και μ'αποκρίνεται:'-.Οι Βησιγότθοι
βγήκαν σεφέρι!
Πιάνουν το δίκηο και το δικάζουν,
στήνουν αγχόνη,
πάνω στο ικρίωμα σέρνουν ουρλιάζοντας
την Αντιγόνη!'
Και'γώ δεν έχω άλλη απ'αυτήν
γλυκειά Πατρίδα
και σαν τον ήλιο της ήλιο'γώ άλλον
ποτέ δεν είδα..
Τον Θάνατό'δα να ξεπορτίζει
από τον Άδη..
Τ'άρμα του σέρναν μαύρα σκυλιά,
ξερό πηγάδι
είχε καρδιά..κι'εκράτει γκέμια
δυό μαύρα φίδια
και στο κορμί του είχε κρεμάσει
φριχτά στολίδια..
Στό'να πλευρό του είχε δρεπάνι,
στ'άλλο απόχη
'-.Βγήκα να πάρω ό,τι δεν έχω
απ'τόνε πό'χει..'
ούρλιαζε κι'έτρεμαν, κατακαλόκαιρο,
λαοί και χώρες
και τα μαλλιά τους μάνες ξερίζωναν
και μαυροφόρες
κι'ύστερα, κλαίγοντας:'-.Γιατί μου στέρησε
το δίκαιό μου'
είπε 'σαν όλα νά'χω και'γώ
τον Θάνατό μου;'
Μετά τον είδα χωσιές να στήνει
με τους προδότες,
σε βαλτονέρια όπου καρτέρευε
τους στρατιώτες..
Αλαφιασμένα πετούσαν όνειρα
κι'είπε ανεμώνη:
'-.Πήρε τον άνεμο που τόσο αγάπαγα
κι'έμεινα μόνη!'.
Κι'εκείνοι βάδιζαν για των αθώων
την λησμονιά,
μωρά αγέννητα μαζύ τους χάνονταν
σε καταχνιά,
οι Ώρες τρέμαν κι'αυτοί πηγαίναν
σαν μαριονέτες..
κι'ουρλιάζαν τύμπανα και προσταγές
κι'άγριες τρομπέτες.
Είδα σε νύχτα ν'αργοβαδίζουν
νηά παλληκάρια..
Τον δρόμο φέγγαν μισοσβησμένα
άστρων λυχνάρια..
Δεν βγάζαν δάκρυ..κι'όμως στην άκρη
γκρεμού βαδίζαν
μοίρας που τά'σερνε κι'ας λέγαν'κείνα
πως την ορίζαν!
Δάκρυ δεν βγάζαν..μόνον η νειότη τους
είχε χλωμιάσει
από το τόσο δικό τους αίμα
που είχε χάσει..
κι'απ'τα μπεντένια είδα αγγέλους
πικρά να κλαίνε,
σε κάποιον Άγνωστο:'-.Γιατί τα παίρνει,
γιατί;' να λένε
κι'αυτός απάνταγε'-.Ώσπου ν'ανοίξει
ο ουρανός,
τ'ανθρώπου ο άνθρωπος ο προαιώνιος
θά'ναι εχθρός!'
-.Στου καιρού το ποτάμι γίνε σώμα μου φράγμα,
να κρατήσεις δυό λόγια,δυό φιλιά,ένα θάμα,
γι'αυτούς που θα φέρει ζωής καταιγίδα,
σε δίχτυ πιασμένους,σ'αγάπης παγίδα,
κι'ας ξέρεις σαν έρθουν το φράγμα θα σπάσουν,
την λίμνη που γιόμιζες,χρόνια,θ'αδειάσουν
να πιεί διψασμένης ερήμου το στόμα,
που ούτ'ένας εδιάβη,ούτ'ένας ακόμα,
να'πεί αν ανθίζει κόσμου ξένου λουλούδι..
αν ακούει κανείς το δικό μας τραγούδι.
Βρήκα το θάρρος μου, πήρα τα όπλα μου,
πένα,σφεντόνα,
βαρδιάνος στάθηκα στων αδυνάτων
το μετερίζι,
να πολεμήσω με τον Αδόκητο
και τον Αιώνα,
για ό,τι ορίζω να πολεμήσω
ό,τι με ορίζει
κι'ανέμη είδα να ξετυλίγουν
δύο ανέμοι
και άλλοι δύο να την τυλίγουν
πεισματικά
κι'ήτανε δέντρου φύλλο η καρδιά μου
φύλλο που τρέμει,
σε εφιάλτη που ηχούν τσεκούρια
δαιμονικά,
όμως κυκλάμινο ηλιοζωγράφιστο
πάνω στην πέτρα,
'-.Ρίξε τα βέλη',μού'πε 'που έχεις
μέσ'την φαρέτρα,
την νύχτα τόξευσε με κραυγές άγριες
μεσημεριών,
με γέλια άδολα,χειλιών απίκραντων
μικρών παιδιών.
Την αφοβιά μόνο φοβάται'
μού'πε, 'ο τρόμος
κι'από διαβάτες άδειος μη μείνει
τρέμει ο δρόμος!'
-.Κυρά μου,πέσ'μου,κι'ας είν'τα λόγια σου
νερά καθάρια,
της Άγιας Νειότης μας ποιός πυρπολεί
τα εννηά φεγγάρια;
Που πάνε μύριοι ενώ η καρδιά τους
βαδίζει μόνη
σε περιβόλια πού'χουν φυτέψει
'μη με λησμόνει';
-Και κάθε αυγή για που κινά
το καραβάνι,
που από'να Τίποτε σ'έν'άλλο Τίποτε
λένε πως φτάνει
κι'είναι του σήμερα κι'αυτοί του χθες
ίδιοι οδοιπόρου
και του ίδιου άχθους είναι αιώνια
ίδιοι αχθοφόροι;
Στο Θιάκι κάποτε κουβέντα μού'στησαν
τα διοσμαρίνια
και δυό δελφίνια σ'εωθινού
αφρού σεργιάνι.
Καράβι Φαίακων αν είδαν,ρώτησα,
εκεί να πιάνει,
τον Οδυσσέα να αποθέτει
σ'ακτή γαλήνια..
Και μ'αποκρίθηκαν:'-.Δεν ήταν Φαίακες,
μόν'ο Αγέλαστος,
που τ'άγιο γάλα της δεν τον εθήλασε
του κόσμου μάνα.
Για λίγο πόδισε καθώς αρμένιζε
για τον Αχέροντα
κι'ήσυχο ο πόντος άκουγε κλάμμα
άμοιρου γέροντα,
που κουβαλούσε και ονειρεύονταν,
παιδί σ'αλάνα,
πως ξαναζεί,πως ξαναζεί,
σε κήπο μέσα περπατά,
είν'η αγάπη του μαζύ..
κι'ο Αγέλαστος τους σταματά,
σκύβει της δίνει'νά φιλί
και σβήνει την ανατολή!'
Αυγή στο Θιάκι ψιλοκουβέντιαζα
μ'ένα χειμώνα
και δύο γλάρους σε στερηανού
καημού σπηλιάδα.
Αν ήρθε, ρώτησα, όταν τελείωσε η Ιλιάδα
ή αρμενίζει μόνος στο κύμα
και στον αιώνα.
Και μ'αποκρίθηκαν:'-.Τον φέραν Φαίακες,
μα ο Αγέλαστος,
που τα χωράφια της ζωής
σπέρνει μ'αλάτι,
καρτέρι τού'στησε και τον σαϊτεψε
στο στήθος καίρια,
ήταν ο μήνας λεν που γιορτάζουν
τα Ελευθέρια
κι'αυτός στου ήλιου ονειρευόταν
το παλάτι
πως ξαναζεί,πως ξαναζεί,
σε κήπο μέσα περπατά,
είν'η αγάπη του μαζύ..
κι'ο Αγέλαστος τους σταματά,
σκύβει της δίνει'νά φιλί
και σβήνει την ανατολή!
Πέρα απ'τ'απέραντο να ταξειδέψει,
είπε η ψυχή μου,
πέρα απ'την νύχτα μέρας ν'ακούσει
λόγο αρκτικό..
Μπάρκο αρμάτωσα κι'άρμενα έπλεξα
'γώ το κορμί μου
κι'είπα:-.Την μαύρη ώρα φυλάξου
και το κακό!
Φύσηξαν ύστερα καιροί σκαληνοί,
ευχές και κατάρες,
σ'άγνωστες θάλασσες την πήραν αρμένισμα
μαύρες αντάρες,
σε πέλαγα'χάθη κι'ήρθε στο δάκρυ
βορηά χελιδόνι,
'Σφύρα στ'απέραντο άκουγα',μού'πε,
'σφύρα σ'αμόνι!'.
'Ποιός τ'αμόνι',την ρώτησα,
'ποιός τ'αμόνι χτυπά;
'Είναι γύφτος;'
'-.Φτιάχνει ή σπάζει δεσμά
σ'όσα η μέρα γεννά
σ'όσα η νύχτα τα παίρνει;
Της καρδιάς του απέραντου
είν'άραγες ρίγος
ο χτύπος;
ή αγέρας παράξενος
που ανθούς λησμονιάς
στην άβυσσο σπέρνει;'
Μα την πνίξαν λυγμοί
και λευκό γιασεμί
μού'πε:'-.Μη
του ανεσπέρου καιρού
να διαβεί της ζητάς
την γραμμή.
Μέσ'του χρόνου την λάβα
στην στιγμή θα καεί,
όπως είδα να καίγεται
το νυν στο αεί!'
Την ερώτησα τότε της ζωής που τραβά
τ'αφρισμένο ποτάμι;
Στα νερά του ποιούς σέρνει και ποιός φέρνει ξανά
ζωντανούς τους πνιγμένους;
Πως την λεν την ροδιά και τον άνεμο πως
που φυσά το καλάμι;
Ποιός αγέρας που'χάθη σε ξωκκλήσια μικρά
να μιλά στους χαμένους;
Και τα χρόνια που ξόδεψε καιρού πυρκαγιά
που τάχα πηγαίνουν;
Κι'απ'τ'αμόνι ο ήχος την ερώτησα πάλι
πως δεν φτάνει στ'αυτιά μου;
Και μου'φάνη πως άκουσα σαν λυγμό από βιολί
λόγια μύρια να βγαίνουν
νερών...που χανόνταν σε στέρνα σιωπής..
και μιλούσε η καρδιά μου..
Τρυφερά μου μιλούσε, όπως μάνα παιδιού
που το φόβισ'η νύχτα.
Και τα λόγια φορές άλλες ήταν μαζύ
προσταγή κι'ικεσία..
'-.Φως μετάλαβε',μού'πε, 'και τα σκότια ενύπνια
στην άβυσσο ρίχτα,
όσοι φως κοινωνήσαν μέσ'τις φλέβες τους ρέει
Αθανασία!'
Για νερά μου μιλούσε που στον ήλιο ονειρεύονταν
και χαθήκαν στο χιόνι.
Για καράβια που φύγαν και ποτέ δεν γυρίσαν
στο ίδιο λιμάνι.
'Στο από μέρες και νύχτες σκακιέρας παιχνίδι
κι'αν είσαι το πιόνι,
αυτός που το παίζει αιώνια,μού'πε,
αιώνια το χάνει!
Τι ο δίκαιος ήλιος και τ'Απρίλη οι φωτιές
πυρπολούν τους χειμώνες
και ξανά τραγουδιά η ροδιά στα πουλιά,
στα νερά το χορτάρι,
ροδοπλούμιστη άνοιξη χαρωπά τριγυρνά
σ'ανθισμένους λειμώνες,
με έναν έρωτα άνεμο κι'αγκαλιά της κρατά
μεθυσμένο φεγγάρι!'
'-.Φως μετάλαβε!',μού'πε και βυθίστη ξανά
σε σιωπή σεντεφένια.
Κι'ήρθε τότε κορίτσι που άστρα δυό είχε μάτια
και με πήρε απ'το χέρι,
'-.Το μετα και το πριν να γκρεμίσεις ', μου είπε,
'απ'του νου τα μπεντένια!
Θα σε πάρω ταξείδι σε μιά θάλασσα που
ούτ'ο ήλιος δεν ξέρει!
Κι'ούτ'εκείνοι ακόμα που στο Τίποτε ρίχνουν
να ψαρέψουν ψυχές
και στου πόθου τ'αγκίστρι με λαχτάρα τις ίδιες
τις ψυχές τους δολώνουν!
Θα σε πάρω ταξείδι στου κορμιού μου αχείμαντες
εσοχές κι'εξοχές,
που με γάλα και αίμα το αιώνιο τώρα
μέσ'το φως το πυργώνουν!'
Έτσι είπε,Κυρά..σιγανά, τρυφερά
μου κρατούσε το χέρι..
Μελωμένα μετά λόγια άρρητα μού'λεγε,
χείλια με χείλια
και στην άμμο απαλά τον χιτώνα του άφησε
κι'ένα πανέρι
τραγούδια που μάθαινε στους ναύτες ο πόντος,
στα νερά τα κοχύλια!
Απ'της Θράκης ,μου έλεγε, βαστούσε γεννηά
κι'απ'της Κόρθος τα μέρη
κι'απ'τους Φαίακες ρίζες,μου είπε,κι'από
την Ιωνία.
'-.Μη σκιαχτείς',μου ψιθύρισε,'
όσους βόγγους ακούσεις να φέρνει τ'αγέρι!
Τους σπασμούς του κορμιού μη φοβάσαι',μου είπε,
' η αγωνία
είν'αυτών που ζητούν στο φως ν'ανεβούν,
αν εσύ το θελήσεις!'
Και τυλίχτηκε γύρω μου όπως κισσός
και νερών αναμνήσεις!
Σαν κισσός ετυλίχτη κι'απ'τον ήσυχο πόντο
σηκώθη δρολάπι.
Στο κορμί του ναυάγησα,δίχως σωσίβιο,
δίχως κουράγιο.
'-.Τα πανιά της ζωής σου θα κάψει',μου είπε,
τώρα η αγάπη
να μη φύγεις!'..και έριχνα στον βυθό της καρδιάς
του νου μου σκαντάγιο,
της γητειάς του τα κύματα μη με πάρουν μακρυά,
μη πέσω σε ξέρες!
Ικεσίες και κλάμματα ακουγόνταν ολόγυρα
κι'άγριες φοβέρες,
νερών που για λίγο στον Ήλιο λουστήκαν
και φύγαν στο χιόνι,
σκιών που εξόριστες σ'ανήλιου βαδίζουν
Καιρού βοσκοτόπια,
κι'είναι του πάνω κόσμου η μνήμη τους
άσπρο σεντόνι,
πλυμένο σ'οχτιές που ανθισμένα κυκλώνουν
σεληνοτρόπια!
Κι'ως στα ξένα πεντάξενος άξαφνα ακούει
λαλιά της Πατρίδας
και του νόστου λατίνι αρματώνει ξανά
σε καρνάγιο ελπίδας,
χαρά,άφατη ένοιωθα και αχνός που διαλύονταν
θλίψη μυστήρια
μαγιάτικου ανέμου,καθώς εζωγράφιζε
μονές κι'ακρωτήρια..
Της αγάπης οι δρόμοι σ'άγνωστους μ'έφεραν τόπους.
Έν'απόμακρο τύμπανο ακούω να ουρλιάζει.
Τον Ιούλη μιάς μέρας ρίχτηκα μέσ'τους ανθρώπους.
Κάθε νύχτα η Νύχτα με καλεί,μου φωνάζει.
Ξενυχτάω σ'αυλές,σε σοκάκια,σε ρούγες,
με ναύτες που αδειάζουν του κόσμου οι φεργάδες..
Είν'άγγελοι με σπασμένες φτερούγες,
είναι Μέρας και Νύχτας μιγάδες!
Των ονείρων το δίχτυ άπλωσα στου ήλιου τ'αλώνι,
να πιάσω μιά θάλασσα που Μάη μυρίζει.
Χρυσαγέρας με γέννησε απ'των άστρων την σκόνη!
Κάθε μέρα η Μέρα με καλεί, με ορίζει.
Ξεφαντώνω σ'αυλές,σε σοκάκια,σ'ανθώνες,
με συντρόφους που Έρωτας φέγγει τον δρόμο.
Είν'άγγελοι που αψηφούν τους χειμώνες,
το σκοτάδι,το χιόνι,τον τρόμο!
Ένα σμάρι φωνές άκουσ'άξαφνα..πέταγαν
δεξά μου..ζερβά μου.
κι'άλλες άκουσα νά'ρχονται από μιά μπρος ολόφωτη
άγνωστη στράτα.
Όμως ύστερα ένοιωσα πως εκείνες φτερούγιζαν
απ'την καρδιά μου!
Κι'απ'αχιόνιστα έρχονταν,καιρού ανεκλάλητου,
άσκιαχτα νειάτα
κι'από όχθες ακούγονταν και καράβια που σύραν
ναύτες σ'αμμούδα
και τραγούδια μετά οι φωνές εγινήκαν
που σ'ανέμη ανυφάντρα
αργοτύλιγε..κι'άκουσα κουκουβάγια να λέει
σε μικρή καλιακούδα
πως χορεύοντας κάποτε σ'ανήλια θανάτου
μπήκαν Έλληνες άντρα,
μπήκαν κι'άναψαν'κεί και αιώνια καίει
αντρείας λυχνάρι
και μετά πως μεθύσαν με του δίκαιου ήλιου
τ'άγριο αψέντι,
'Στην Αλαμάνα,στις Θερμοπύλες
τριγυρνούν με φεγγάρι!'
και τον Θάνατο πως τον κεράσαν κι'αυτόν
σ'ένα αλλόκοτο γλέντι!
Ρήματα άρρητα άκουγα και σκιές που δεν γνώριζα
είδα
να συνάζει κοντά της,από διάσελα,θάλασσες,
πλάγια,
από χρόνια ανάγκης..πεντάρφανα
στην καταιγίδα.
Ήλιοι ήσαν που σβήσαν,
για να λάμπει η Πατρίδα,
στης ειρήνης τις μάχες και στου χρέους
τ'αρπάγια.
Άλλες λέγαν στην Πόλη το στερνό'δαν
αστέρι,
άλλες δύσαν σαν άστρα στον αμνήμονα
πόντο,
κι'άλλες λέγαν στην Κύπρο στήσαν μνήμης
νυχτέρι
με τον Μιχάλη,τον Ευαγόρα
και τον Λευτέρη,
που κάθε αυγή στις ακτές
της Κυρήνειας
τις φλόγες ανάβει παληάς
φρυκτωρίας,
στην ρότα αρμενίζει αρχαίας ορμήνειας,
σε χάρτες σκυμμένος ιερής
ιστορίας.
Λόγια παιάνων ακουγόνταν μετά
που στοιχειώσαν τα χρόνια,
κι'είδα οδεύαν στο χρέος,ασυννέφιαστα νειάτα,
'Ζωές εν αιθρία',
δίχως φόβο της νύχτας..με χαρά που ανάβλυζαν
στήθη απ'αηδόνια,
'Ίτε παίδες..' τραγούδαγαν,'ίτε..νυν ο αγών'
κι'απορούσε ο Θάνατος,τα ουράνια,τα χθόνια,
απορούσε ο Αιών!
Όμως γέλαγε ο ήλιος κι'η σεπτή Ιστορία,
με βορηά περηφάνεια,
ξαναβάφτιζε όνειρα στ'ασημόχρυσο φως
μαγικών πανσελήνων,
και λουζόταν,στολίζονταν,ροδοποίκιλτα φόραγε
Μάη γιορντάνια,
τον χορό πριν να σύρει της αιώνιας γιορτής
γεννεών Πανελλήνων!
Μά΄ρθαν βάσκανα σύννεφα και διχόνοιας αγέρας
δυνατός εσηκώθη..
Είδα νίκες να καίγονται,είδα άθλους να γίνονται
άξαφνα στάχτη!
Και ορμήσαν στο ξέφωτο και στου νού μου το σύδεντρο
λάθη και πάθη
που την μέρα σκοτείνιασαν και ο ήλιος απόκρυψε
πικραμμένος το βλέμμα
και,Κυρά μου,του φώναζα:'-.Μακρυά μας μη φεύγεις,
είναι ψέμμα το αίμα!'
Όμως'κεινος τραβήχτηκε λαβωμένος και κρύφτηκε
σε καιρού ξένου κόχη,
να μη βλέπει τ'αδέρφια μου σ'αλληλόκτονου μίσους
να σπαράζουν το βρόχι
και βαθειά στην καρδιά μου,στα κατάβαθα,χάραζε
αποφράδα αλήθεια
για πανάρχαιη,αλλόκοτη,πιό πικρή κι'απ'το κώνειο,
των Ελλήνων συνήθεια,
να γκρεμίζουν στα τάρταρα,μην αντέχοντας άλλο
την δική τους την δόξα,
όσα πύργωσαν κάστρα,όσα ο νους τους ζωγράφισε
ουράνια τόξα!
Από βάτο μιά φλόγα,με μιάς έχιδνας σφύριγμα,
είδα,τότε,τινάχτη
και στο φέγγος κακόγνωμη Μοίρα τύλιγε νήμα
από φθόνο και άχτι.
Κι'είδα ξένους σε σάβανο πορφυρό σαν το αίμα
να υφαίνουν το νήμα
και τρεις νάνοι κακόμορφοι με χαιρέκακο γέληο
δίπλα σκάφτανε μνήμα
για να θάψουνε,λέγαν,τον αγέννητο ήλιο,
τον παράξενο σπόρο,
να μη βγουν άλλα χέρια να λαξεύσουν ξανά
θεϊκή ζωοφόρο
ναού,που το ανέσπερο φως του καιρού
εκεί'στάθη κολώνα,
να σηκώνει περήφανο,στον αιώνα,στους ώμους του
ιερό Παρθενώνα!
Και στου γέληου τους τ’άκουσμα ο αέρας γκρεμίζονταν,
σαν βροχή από στάχτη,
τα ποτάμια αναρρίγησαν , τα αηδόνια, οι θάλασσες,
στα χωράφια το στάχυ
κι’ο αιώνας κατάπληκτος κάτι ψέλλιζε,άκουγα,
στου ουρανού την αντάρα,
για χρησμό που δεν άκουσαν,για όρκους που ξέχασαν
και τους δέρνει κατάρα
εκείνους που κάποτε στο φως τους εβάφτισε
γελαστή Ειμαρμένη
να’ναι ρόδο αμάραντο,να’ναι λιόχαρη μέρα
σε μια νύχτα οικουμένη!
Και συνάζονταν άξαφνα απ’του κόσμου τις άκριες
του ωραίου ασκητές,
άλλοι σμίλη κρατούσαν,άλλοι πέννα στο χέρι,
άλλοι άγιες γραφές
και ξοπίσω τους έρχονταν με κατάπληκτο βλέμμα
της ανάγκης ξωμάχοι
και μυριάδες ανώνυμοι που ανώνυμα πέσαν
σε μιάν άνιση μάχη
και σκιές που δεν μπόρεσε την φωνή τους να πνίξει
το σκληρό,μαύρο χώμα
κι’όλοι λέγαν στο φως να κρατήσει για λίγο,
μόνο λίγο ακόμα,
ώσπου νά’ρθουν αρχάγγελοι της φυλής μου,της δύσμοιρης,
οι ωραίοι γενναίοι,
του καιρού οι ανίκητοι,του αδίκου οι άμωμοι,
οι αρχαίοι και νέοι!
Και το φως αναρρίγησε, μην αντέχοντας άλλο
της καρδιάς τους τον πόνο
και σκορπώντας τις στάχτες, του καιρού τα κουρέλια,
παράξενο δρόμο
χάραξε πρόγονοι νά’ρθουν που έζησαν
σ’άλλου κόσμου ακτές,
πού’χε νόμο το χρέος,που η λέξη Πατρίδα
πυρπολούσε καρδιές,
κι’είδα αχνά αχνοφέγγαν, σε λυκόφωτος μέσα
μαυροκίτρινη πάχνη,
σκιές που στεφάνωσε στεφάνι από κότινο
ή στεφάνι από δάφνη
ή της πόλης ο έπαινος,για να ζήσουνε μέσα
στων παιδιών τις ψυχές
κι’ήσαν,είδα,οι αρχάγγελοι,της φυλής μου της δύσμοιρης
οι ωραίοι γενναίοι,
του καιρού οι ανίκητοι,του αδίκου οι άμωμοι,
οι αρχαίοι και νέοι!
Τώρα στο μέτωπο φορούσαν,είδα,
μυρτιάς στεφάνι,
στ'αυτί τους είχαν ένα κλωνάρι βασιλικό,
παιδιά αμούστακα ήσαν που πέσαν
στο Δραγατσάνι,
στον Δρίσκο άλλα..κι'άλλα στην Πύδνα
και στην Ισσό.
Ήταν σαν ξόδι κι'ένας κλαμμένος
Αύγουστος μήνας
μού'πε για κάποιον,που κάποιοι μάραναν,
δοξας ανθώνα..
στους σκουπιδότοπους ,μού'πε πως χάθηκε
της Σαλαμίνας,
μαζύ με'κείνους που η μνήμη στοίχειωσε
στον Μαραθώνα.
Κι'όλα τ'αδέρφια μου είδα πιασμένα
χέρι με χέρι,
κατά της λήθης την θεοσκότεινη
πικρή κοιλάδα
ν'αργοβαδίζουν,ίδια σκιές
το μεσημέρι,
κι'έκλαιγε ο άνεμος 'Για την Ελλάδα!'
'Για την Ελλάδα!'
Ξωπίσω έρχονταν πυρσούς κρατώντας
σαν πυροφάνι,
μάνες που βύζαξαν σε στήθος άσαρκο
μικρό Χριστό,
φερμένες ήσαν από το Σούλι
κι'από την Μάνη,
από την Κάσο,από την Ύδρα,
την Ραιδεστό..
Αργοβαδίζαν ακολουθώντας
τ'αχνά τους χνάρια,
σαν προσευχές άκουγα λόγια
και σαν τροπάρια,
κάτι σαν θρήνο και σαν τραγούδι
κυματιστό,
σαν αναστάσιμα Μακεδονίτικα
μεγαλυνάρια
και πίκρα είχαν όλες στα μάτια,
στόμα κλειστό.
Προς την αχάραγη της λήθης βάδιζαν
σκαιή κοιλάδα
κι'έκλαιγε ο άνεμος'Για την Ελλάδα!'
'Για την Ελλάδα!'.
Στρατιώτες πίσω τους με ματωμένη
βάδιζαν χλαίνη..
κι'έλεγαν έπεσαν στην Κορυτσά,
στο Τεπελένι.
Λήκυθους κράταγαν με μιάν ευλάβεια
θεού δοσμένη,
του έθνους ήσαν οι νεομάρτυρες
οι προδομένοι,
'κείνοι που νίκησαν για να περάσουν
οι νικημένοι.
Κι'είδα στα μάτια τους πικρό'να δάκρυ
ν'αργοκυλάει
για ένα όνειρο,πού'χαν και έσβησε,
χάθη και πάει.
Πικρόγελο είδα αχνά ν'ανθίζει
σ'όλα τα χείλη
κι'έλεγαν,άκουσα,πως τους προδώσαν
δικοί και φίλοι..
Έδυε ο ήλιος αργά και έσβηνε
όλη η λαμπράδα
κι'έκλαιγαν όλοι..κι'έκλαιγε ο άνεμος
για την Ελλάδα!
Αγέρι αλλόκοτο φύσηξε,χάθηκαν,
κι’είδα Κυρά μου
μέσα στο σύθαμπο καράβια αρμένιζαν
Έλληνες ναύτες..
Φλογα η σημαία τους,φλόγα το βλέμμα τους
-Φωτηά!, μου φώναζαν,
φωτηά να κάψει όλους του γένους μας
τους νεκροθάφτες!
Πέρασαν,έσβησαν,κι’άκουγα ύστερα
μέσ’την αντάρα
το ήσυχο κλάμα απ’τις ψυχές
τόσων πνιγμένων..
σύννεφο μαύρο ήρθε.. με τύλιξε
άγρια κατάρα
κι’είδα μπροστά μου δάσος τα δέντρα
των κρεμασμένων,
που φύγαν μόνοι,δίχως’να χάδι,
χωρίς ελπίδα..
κι’έκλαιγε ο άνεμος κι’η Ιστορία,
για την Πατρίδα!
Σύννεφο μαύρο ήρθε,με τύλιξε,
άγριας ήττας..
Σ'έξαλο τόπο έσερνε η νύχτα
νεκρά καράβια..
Στ'άσκοπο μέτρημα των άσπρων πέταλων
μιάς μαργαρίτας,
αγάπης ναύτες όνειρα αρμένιζαν
σ'άδεια μουράγια.
Καιρός αμφίστομος σκόρπιζε πρόσωπα
μαραγκιασμένα,
ύστερα χάνονταν σ'ομίχλη πιό άσπρη
κι'από το χιόνι,
κι'όλα μου λέγαν πως αδερφό τους
είχαν εμένα!
Ποιά νά'ναι σκέφτηκα η χώρα τούτη
που με στοιχειώνει;
Κι'άστραψε μπρος μου σε φως ακύκλωτο
μέγας ναός,
κι'εντός του,είδα,ιερουργούσε
ο Δαναός!
Κοντά του πήγα,το γόνυ κλίνοντας
ευλαβικά
κι'αυτός με σήκωσε και με αγκάλιασε
με τρυφεράδα.
'-Ήξερα θά'ρθεις!', μού'πε..και άκουγα
αλαργινά
Ελλήνων κύματα να αντιμάχονται
μέρα αποφράδα.
'-.Ήξερα θά'ρθεις!Σ'αυτό του ήλιου
το ακρωτήρι!'
μού'πε υψώνοντας αργά στο φως
χρυσό κροντήρι.
'-.Έλα μαζύ μου,σπονδή να κάνουμε
των Πανελλήνων,
των Κρητικών,των Μακεδόνων
κι'όλων εκείνων,
από την Ρούμελη,την Πελοπόνησσο
και τα νησιά,
από την Θράκη κι'από του κόσμου
την εσχατιά!'
Είπε.. και έχυσε γλυκό κρασί
στο μαύρο χώμα
και λόγια οργής και λόγια αγάπης
είπε,ακόμα,
για τον προδότη,τον κιοτή
και για τ'αλάνι,
τον πατριώτη,τον δειλό
και το τσογλάνι,
για αγριολούλουδα μού'πε γητειάς
ελευθεριώνα
και πικρανθούς λάγιας σκλαβιάς
μαύρου χειμώνα.
Ρήματα αρχαία,σαν ικεσία
και σαν φοβέρα
άκουγα κι'έτρεμα στρουθίο όπως
σ'άπονο χιόνι.
Σιμά μου εστάθη και στο δεξί μου
πέρασε βέρα
όρκου,χρυσή,σε μιάν αγάπη
που δεν νυχτώνει,
μόν'αρμενίζει στο φως αιώνια,
αιώνια πέφτει
σαν ηλιαχτίδα σε ραγισμένου
Καιρού καθρέφτη,
να δείχνει δρόμο που έξω φέρνει
απ'την κοιλάδα
του ζόφου..κι'είπε: '-.Ορκίσου πίστη
στην Άγια Ελλάδα!'.
Τα χέρια σήκωσα κατά τον ήλιο,
όρκο να δώσω
κι'ολόγυρά'ρχονταν να με ακούσουν
όσοί'χαν φύγει,
κι'όσοι αγέννητοι απ'την ομίχλη
που τους τυλίγει.
Αδέρφια ήσαν,παιδιά,γεννήτορες
κι'έλεγαν πόσο
πικρό φαρμάκι της λησμονιάς
πίνουν ποτήρι
όσοι διαβήκαν το μολυβένιο
σκαιό γιοφύρι,
χωρίς κανείς να τους θυμάται,
να τους καλεί,
σαν ναύτες πού'φυγαν γιά'να μακρύ
στ'άγνωστο μπάρκο,
δίχως ευχή:'-.Καλό ταξείδι!
ώρα καλή!'
Όμοια παιδιά χαράς που νύχτωσε
σε φόβου πάρκο..
Τον όρκο έδωσα κι'είδα ανεμίζαν
φωτηάς σημαίες,
πάνω από δρόμους,πέλαγα,πόλεις
και προκυμαίες
κι'ηχούσαν τύμπανα,σάλπιζαν σάλπιγγες
σεπτής γιορτής
κι'ήρθε μ'αγκάλιασε κι'έτσι μου μίλησε
ο ποιητής:
'Αυτοί που στην καρδιά'χοντας χειμώνα,
υφάναν της Πατρίδας την σκλαβιά,
μαύρα βατράχια θα γινούν λιμνιώνα!
Σαν νυχτερίδες μαύρου ερειπιώνα,
σε μαύρου σκοταδιού θα ζουν κελιά,
αυγής Απρίλη δεν θα δουν λειμώνα!
Θα τους ταράζει η μέρα που χαράζει
τη λευτεριά στις σέρες τ'ουρανού
και θά'ναι στο κορμί τους και στο νού
βορηά αγιάζι ο ήλιος π'όλα αγιάζει!
Κι’αυτοί που μη μπορώντας άλλο
την άβυσσο του σπαραγμού των ‘τότε’
την θάλασσα της πίκρας των ‘εάλω’,
και τον ανείπωτο καημό του ‘ως πότε;’,
με τ’αυγινό θε νά’ρθουνε τ’αστέρι,
θά’χουν στο χέρι κεραυνό,αγια φωτηά,
θα σύρουν την Πατρίδα από το χέρι
σε χρυσοήλιου κρίνων αμμουδιά,
στης λευτεριάς για να λουστεί το κύμα..
αρχάγγελοι θα τους βλογάν αρχαίοι,
οι νέοι θα’ν’του γένους οι γενναίοι
που το φρικτό θα πυρπολήσουν μνήμα!’
Είπε,κυρά,κι’ένα παράξενο φύσηξε
αγέρι,
χάθηκαν όλα κι’είδα σαν σ’όνειρο
το μεσημέρι,
γυναίκα όμορφη πρωί τ’Απρίλη
να περπατάει
σε κήπο πίκρας κι’η Ιστορία
να της μιλάει
σ’άγνωστη γλώσσα.. όμως την ένοιωσα
δική μου μάνα,
μέσ’την σιωπή, μέσα στου κόσμου
την άγρια αλάνα..
-Ποιά είσαι; ρώτησα,ποια η γενηά σου,
Έχεις παιδιά;
-Ποιοι σε πικράναν,κι’είν’η θωριά σου
τόσο θλιμένη;
Κι’είπε: -Η Ελλάδα και πιο βαρειά
δικοί με πλήγωσαν..
…απ’όσο μπόρεσαν εχθροί και ξένοι!
-Χρόνια αμνημόνευτα με ξεμπαρκάρησε
θεών καράβι,
σ’αυτού του κόσμου την αφιλόξενη
έρημη ακτή,
φωτηά ν’ανάψω, γιά να φωτίσω
του νού σκοτάδι,
από της άγνοιας καρδιές να βγάλω
την φυλακή,
ήμουν και είμαι, για πάντα θά’μαι,
του ήλιου ο σπόρος,
νύφη των άστρων και τ’ουρανού
θαλασσοπόρος!
Στα βράχια ρίζωσα,έγινα δέντρο,
έβγαλα φύλλα,
για τα παιδιά μου για να φωληάζουν
σαν τα πουλιά..
και τα φτερά τους,όταν τα τσάκιζε
η καταιγίδα,
εγώ τα γιάτρευα μ'ένα μου χάδι
και δυό φιλιά
και στους ανέμους φώναζα:'-.Πάψτε,
πιά μη φυσάτε!
Είν'τα παιδιά μου τόσο μικρά
για χαλασμό!
Τα μαύρα σύννεφα και την οργή τους
στους ώμους πάρτε,
πάρτε και ρίξτε τα στον Αταξείδευτο
Ωκεανό!'.
Στην φυλλωσιά μου άρχιζαν..τέλειωναν
του ήλιου δρόμοι,
ήταν ο ίσκιος μου ναός που δόξασαν
σοφίας ψάλτες,
όσο κι’αν μ’έκαιγαν κι’αν με πελέκαγαν
ξένοι λοτόμοι,
Μήδοι και Ούνοι και Σαρακήνοι..
Τούρκοι.. Απελάτες..
κλαδιά καινούργια εγώ ξανάβγαζα,
άνθη και φύλλα,
στης μαύρης νύχτας την καταιγίδα
άστραφτα ιδέα
μέσ’τον χειμώνα άνθος του κρίνου
και ορχιδέα
και στην καρδιά μου φωληά’χε άνοιξης
η Φιλομήλα!
Τα Αιγαία κύματα μού’λεγαν:- Eίσαι
η λατρεμένη!
και τα Ιόνια:- Η μόνη αγάπη μας,
η γελαστή!
Το Κρητικό μου τραγουδούσε,
το Μυρτώο,
του Αλεξάνδρου η γοργόνα
η ξακουστή!
Χορεύαν γύρω μου άστρα, νησιά,
παιδιά, φεγγάρια,
μα κάποιοι βάδιζαν σε προδοτών
αρχαία χνάρια,
ξανά με μάτωσε του Πήλιου Γούση
το μαχαίρι
κι’ ήρθε ο Εφιάλτης μ’άλλων Μήδων..
..άλλο ασκέρι!
-Χρόνια αμνημόνευτα με ξεμπαρκάρησε
θεών καράβι
σ’αυτού του κόσμου την αφιλόξενη
έρημη ακτή
στου νού το σάλο, στην καταιγίδα,
φάρος π’ανάβει
έγινα, για όσους σε μαύρη νύχτα
έχουν χαθεί,
ήμουν και είμαι, για πάντα θά’μαι,
του ήλιου ο σπόρος,
νύφη των άστρων και τ’ουρανού
θαλασσοπόρος!’
Είπε και χάθηκε μέσ’τον αέρα
σαν το τραγούδι,
σαν λόγια πού’σβησαν μέσα στου πλήθους
την μοναξιά,
έμεινα μόνος.. και στο δεξί μου
πίκρας λουλούδι
κρατούσα κι’ένοιωθα να με τυλίγει
μια παγωνιά,
ίδια με κείνη που νοιώθουν όλοι
οι προδομένοι
και της αγάπης οι ναυαγοί
κι’οι ξεχασμένοι..
Τους δρόμους πήρα χρόνια αλογάριαστα,
μέσ'τους ανθρώπους,
τον Λόγο είχα μαζύ με τ'Άλογο
για συντροφιά.
Ξόδεψα μέρες,ξόδεψα νύχτες
σ'άγνωστους τόπους,
να καταλάβω γιατί σκοτώνουν
την ομορφιά,
γιατί τα μάτια το φως δεν βλέπουν
κι'είναι σκοτάδι
και κάποιοι καίγονται..πυρσοί..να φέξουν
την σκοτεινιά
πάνω σε τούτο το τρελλαμένο
μικρό καράβι,
που κάβους λύνει,που κάβους δένει
στην λησμονιά!
Τον ήλιο ρώτησα..νύχτες τ'αστέρια
και το φεγγάρι
κι'όλους και όλα που ναυαγήσαν
στον ουρανό
'-.Σε ποιό ταξείδι αν ξέρουν',ρώταγα,'μας έχει πάρει;'.
'-.Ποιός καπετάνιος σε θεοσκότεινο
Ωκεανό;'.
Πέτρα η σιωπή τους,άκουγα μόνο
λυγμούς του γκιώνη
κι'όσα 'γιατί;' ρωτάνε πέφτοντας
ανθοί και φύλλα,
τραγούδια,γέληα νόμιζα άκουγα
των θεριστάδων,
τά'πνιγε ύστερα βροντή υπόκωφη
από κανόνι,
που διαλαλούσε,σπέρνοντας άγνωρη
ανατριχίλα,
το αδυσώπητο,αιώνιο δίκηο
των αφεντάδων!
Σε κόλπο ομφάλιο,ανυπεράσπιστο,
Κυρά μου,οι Μοίρες
μ'έρριξαν κάποτε.Πρόγονοι μού'δωσαν
όμορφη χώρα.
Νύχτα στον κόσμο..κι'αυτήν την έλουζαν
φωτοπλημμύρες,
τ'αύριο,το χτες,το πριν ,το μετά
ρέαν στο τώρα.
Με φως εχρυσόδενε φιλιά και φυσέκια
σ'ονείρου καντήλι..
τ'αγόρια της χόρευαν σ'αχό από ντουφέκια,
βροντή'πό κανόνι,
Κυρά σ'αυτήν λεύτεροι ωμόσαν να ζουν,
μα η νύχτα ζυγώνει
κι'ας δένουν σφιχτά ορμήνεια παληά
στου νου το μαντήλι:
'-.Πως λεύτεροι όσοι διαλέξαν να ζουν
πορεύτηκαν μόνοι,
σ'αντάρες που στοίχειωναν ονειδισμοί
φαύλων κι'αχρείων,
ωραίοι και δίκαιοι στης σέρας τα κρίνα,
στην ανεμώνη,
σαν φως που ανάβει,να βλέπουν οι σκλάβοι,
λαμπρός Υπερίων!..'
Δεν μ'αποκρίνεσαι..και το κορμί σου
πέτρωσε ο Χρόνος..
μα'γώ σ'αρχαία νερά κολύμπησα
κι'ήρθα'δώ μόνος..
στα δυό σου πόδια,δες!,απιθώνω
φύλλα από δάφνη
κι'απ'το πολύβουο πέλαγο σού'φερα
χούφτα αλισάχνη..
και τρίποδό'φερα,πάνω να κάτσεις
για να μου πείς,
αν έχεις τέλος δρόμος σαν τούτον,
τέτοιας ντροπής..
Κανείς δεν θά'δει, μη μου θυμώνεις,
κανείς..μ'ακούς;
Μόν'ο ηνίοχος, που ψάχνει τ'άρμα του
'δώ στους Δελφούς..
Δεν έχω τίποτα..μόνο τον ήλιο
και το φεγγάρι..
και τρεις αγάπες που έχτισα μόνος
στον χαλασμό..
της γης ετούτης λίγα λουλούδια
και το χορτάρι..
και του πελάγου για προσκεφάλι
τον παφλασμό..
λίγα τραγούδια..κι'ούτε που ξέρω
από που βγήκαν,
πότε και πως στα δυό μου χείλη
αχνά ανεβήκαν..
όμως ετούτο,αυτό σου λέω
με σπαραγμό:
'-.Θα με ξεχάσουν όλα σαν φύγω,
θα τα ξεχάσω..
και μη μου 'πείς πως δεν θα χάσουν
όσα θα χάσω!'.-
Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-08-2018 | |