Κοντάρι, κυπαρίσσι Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ Καλή Κυριακή φίλοι μου, ναι η σημαία...της παιδικής μου θύμησης, ποιοι την κρατούν στους καιρούς μας με μισαλλοδοξία και ποιοι την έκαναν ξέφτι, την πουλούν στις αγορές!! μια κακορίζικη γρια ξεδοντιασμένη. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Είμαστε τότε κατσίκια στο βουνό
με δανεικό παπούτσι
ένα τσιτάκι φόρεμα
κι` όλο τριγύρω λύκοι
είχαμε μια φέτα ψωμί.
Μια γαλανή στα χέρια
είχαμε στην αγκαλιά
της γης τα περιστέρια.
Δεν επερίσευαν φιλιά
μήτε φωλιά για τα πουλιά
δεν είχαμε ένα χάδι
μια σκήτη να κουρνιάσουμε
μια φωλιά στην ερημιά
στ` αστέρια, για να φτάσουμε.
Βάτα σκόρπαγε ο θεός
πουρνάρια και συρίματα
κι` ήταν ο πόνος αδερφός
στα παιδικά μας ,βήματα.
Περπάτησα στην πέτρα επάνω
κόκκινη σαν το αίμα
περπάτησα, όνειρο να ψάχνω
κι είπαν, πως είναι ψέμα.
Έμαθα στην ξυπολησιά
και σήκωνα τα χέρια
κάθε βήμα χαρακιά
όλο μάζευα τ` άστρα
να` χω για ζεστασιά,
την ώρα που νυχτώνει
μικρό παιδί με δάκρυ
στης ερημιάς μου,
το σεντόνι
Περπάτησα...χρόνους πολλούς
είπα θα χαράξει
μάζευα χάμω τους καημούς
μάζευα χρόνια γκρίζο.
Περπάτησα και ζήτησα
μον εαυτό , να ορίζω.
Εκατό χρόνους κι άλλους δυο...
λιώσανε τα τσιτάκια
λιώσαν τα βάτα στο στρατί,
είχε πια ξημερώσει
ένα φεγγάρι στα ψηλά
είχε το φως,
να δώσει.
Όλο τραβούσα στα ψηλα
κι όλοι φωνάζαν κάτω
είχα κοντάρι αγκαλιά
την παιδική μου εικόνα
εκείνη νε, την γαλαζιά
που` χα για περηφάνια.
Την κράτησα στην διαδρομή
να` χω κι εγώ, στεφάνια.
Κι` είδα κουρέλια στον ιστό
είδα να την πουλάνε
λύγισα, σαν τον Χριστό
το αίμα μου, κυλάνε.
Περπάτησα και γέρασα
όλο ξέφτια μπαλώνω
άλλοι την εκρατούν, τρανοί
και μου είπαν να ψηλώνω.
Την παιδική μου θύμηση
που γράφε περηφάνια
στα βάτα και στα χώματα
η γαλανή, τρανή κυρά.
Στα διάσελα στα υψώματα
στο Βουλκάνο επάνω
στη κορφή μια Παναγιά
που είχα τόσο λατρέψει
ένα κοντάρι, κι αψηλά...
ανέμιζε μια ζήση.
Η γαλανή μου στην καρδιά
κοντάρι, κυπαρίσσι.
30-9-2018-
Αδαμοπούλου Γεωργία. Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-09-2018 | |