Μιά τριλογία ἀκόμη Δημιουργός: ΜΝΗΜΩΝ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info 01.47΄07΄΄18/10/2018
Νύχτα βαθειά καί τ’ ἄστρα μου, ἀπόψε τρεμοσβήνουν,
σάν τά κεριά πού φύσηξε, ‘να ξαφνικό ἀγέρι
κι ἀνούσια λόγια μέσα μου, τήν πίκρα τους ἀφήνουν,
στό μόνο καί μονάκριβο, πολύτιμό μου ἀστέρι….
Κι εἶναι βραδιά πού δαίμονες, χορεύουν μανιασμένοι,
καί ψάχνουν τ’ ἀσυγχώρητο, νά βροῦν δικό μου λάθος
κι ἄν μείνει ἡ Ἀγάπη μου, γι αὐτό ξενυχτισμένη,
κι ἡ λιόλουστη ἀνάσα της, -λαχτάρα μου καί πάθος-
γίνει ψυχρή κι ἀπόμακρη, σάν ἄνεμος ὀδύνης,
τότε κι ἐγώ στήν Κόλαση, μέ σάρκα θά κατέβω
καί Ἥλιο ἄς μήν πώποτε καί φέγγος τῆς Σελήνης,
μήν ξαναδῶ μιά κι ἔχασα, ἐκείνην πού λατρεύω.
Μά ‘ναι αὐτῆς τό γέλιο της καί ἡ καρδιά της γῆ μου
καί θάλασσες κι Οὐράνια μου κι οἱ Δαίμονες νικιοῦνται,
ὅτι μαζί μου στέκεται, μιά κι εἶναι πιά πνοή μου
καί κείνων τά ἐμπόδια, ἀσμένως ξεπερνιοῦνται.
Καί λάμπει πάλι σήμερα, ἡ μέρα μου καί κείνη,
μές τήν καρδιά μου λιόλουστη, θυμίζει καλημέρα
καί στέλνω χαιρετίσματα κι ἕνα φιλί νά μείνει,
γιά πάντα στήν ἀνάσα της, σάν ἀρραβώνων βέρα.
22.11΄08΄΄26/10/2018 01.26΄04΄΄27/10/2018
Ζωγράφιζα στά σύννεφα, τό βλέμμα τῆς ματιᾶς σου
καί ἔψαχνα στά κύματα, τήν αὔρα τῆς πνοῆς σου
καί στό κρασί πού τσούγκριζα κι ἔλεγα στήν ὑγειά σου,
ὅρκο γιά σένα ἔδινα, νά γίνω ἐγώ ἡ γῆ σου
κι Οὐράνια σου καί θάλασσα κι ὅτι ποθεῖς καί θέλεις,
μά σύ στεκόσουν ἄπιαστη, σάν σπίθισμα στό βλέμμα
καί σά λιακάδα λιόλουστη, τ’ ὀνείρου π’ ἀνατέλλεις
καί σάν φωτιά μέ κύματα, κυλοῦσες μές τό αἶμα,
πού ἔτρεχε στίς φλέβες μου κι ἤσουν Θεέ μου πάθος,
μές τῆς καρδιᾶς τόν χτύπο μου κι ἤσουν ἐσύ παλμός της
κι ἄν ἤσουν σύ ἀλήθεια μου, σωστή ἤ κι ἴσως λάθος,
αὐτό μόνος τό γνώριζε, ὁ κόσμων καρδιογνώστης.
Κι ἀπόψε τά μεσάνυχτα, μιάν ὥρα περασμένη,
σέ πρόσμενα τηλέφωνο, τό πότε θά μέ πάρεις
καί ἦταν ἡ λαχτάρα μου, γιά σένα φλογισμένη,
καθώς ἐσύ ἀνέμελα, στίς σκέψεις μου βολτάρεις.
Κι ἀκούγονταν τό γέλιο σου, μές τό τηλέφωνό μου,
ἴδια μ’ αὐτήν τῶν Ἄγγελων, τήν Ἅγια μελωδία
καί σ’ ἔνοιωθα σά κόσμημα, λατρείας ἀκριβό μου
καί μόνη ἀνάσα κι ἄρωμα, ζωῆς μου κι εὐωδία.
17.53΄29΄΄30/10/2018
Στό βλέμμα σου καθρέφτιζες, ἀστέρια καί λιακάδες
καί φώτιζες τά ὄνειρα καί γήτευες τίς ὧρες,
ἐκεῖνες πού ‘σουν δίπλα μου κι ἤσουν θεές κι Ἑλλάδες
κι ἀνάσες ἤσουν λιόλουστες, χρυσές μελιτοφόρες
κι ἤσουν ἀκόμα μέσα μου, στά βάθη τῆς καρδιᾶς μου,
ἐκεῖνα τά ἀπύθμενα, ὁ νοῦς πού δέν τά φτάνει,
πλέον ἐσύ τῆς ζήσης μου, παλμός ἀνασαιμιᾶς μου,
π’ ἅμα ποτέ χανόσουνα, θά ‘χα κι ἐγώ πεθάνει.
Μονάκριβο τριαντάφυλλο, κρυμμένο μές τ’ ἀστέρια,
πού πάνω στήν βελούδινη, ξανθιά τ(ου) ἐπιδερμίδα,
μεθοῦν ‘κρογιάλια θάλασσες, μαζί καί Καλοκαίρια
κι εἶναι ἡ πιό πολύτιμη, ζωῆς μου ἡλιαχτίδα…
καί μέσ’ ἀπό τά ὄμορφα, τῆς πλάσης ξεχωρίζεις,
γιά μένανε πού φλέγομαι, στήν σκέψη σου καί μόνο
κι ἀστρόσκονη στό διάβα σου, στούς δρόμους πού βαδίζεις,
σκορπίζουνε τά ὄνειρα, π’ ἀνάσες τά χρεώνω….
κι ἄλλα πολλά θά ἔλεγα, μά ‘ναι φτωχά τά λόγια
κι ἀφήνω τήν Ἀγάπη μου, γιά σένα νά μιλήσει,
μέ λέξεις πού χαράζουνε, φωτιές κι ἀνεμολόγια
κι ἀστερισμούς σέ Σύμπαντα, πού ‘χει κοντά σου ζήσει,
μιά καί ποτές παρόμοια, δέν ἔχει ἀγαπήσει.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-10-2018 | |