Επιμύθιο

Δημιουργός: Μ.Ελμύρας

..στη νύχτα πού'ρθε κι'αλυχτά και που κελεύει, Έλληνας πια κανείς..κανείς δεν περισσεύει.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Επιμύθιο.

Άρχισε λοιπόν ο εμφύλιος πόλεμος στις πόλεις και κείνες που κάπου είχαν καθυστερήσει,μαθαίνοντας όσα είχαν γίνει πριν αλλού, έδειχναν μεγαλύτερη εφευρετικότητα και σε ύπουλες επιθέσεις και σε ανήκουστες αντεκδικήσεις.
Ακόμα και την συνηθισμένη σημασία των λέξεων σε σχέση με τα πράγματα την άλλαξαν καταπώς τους άρεσε.
Έτσι η ασυλλόγιστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλικαριά από αγάπη στους κομματικούς συντρόφους, η προνοητική επιφυλακτικότητα δειλία κάτω από ωραία προσχήματα, η σωφροσύνη πρόφαση της αναντρίας, κι η σύνεση σε καθετί αδράνεια για το καθετί. Η μανιασμένη παραφορά λογαριάστηκε αντρική αρετή, να καλοσκεφτεί όμως κανείς τα πράγματα για σιγουριά, ωραίο πρόσχημα για αποφυγή του κιντύνου. Όποιος, έξαλλος, κατάκρινε όλους και όλα θεωρούνταν πάντα έμπιστος, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Αν κανείς επιβουλευόταν κάποιον και πετύχαινε, θεωρούνταν ξύπνιος. Αν υποψιαζόταν την επιβουλή, ακόμα πιο ξύπνιος. Αν όμως ένας προνοούσε, ώστε να μη χρειαστούν καθόλου αυτά, κρινόταν ότι διαλύει το κόμμα κι έχει τρομοκρατηθεί από τους αντιπάλους. Κοντολογίς, όποιος προλάβαινε να κάμει κάποιο κακό πριν από κείνον που το μελετούσε επαινιόταν, καθώς και αυτός που παρακινούσε στο κακό άλλον που δεν είχε σκεφτεί να το κάμει. Ακόμη και οι συγγενείς έγιναν πιο ξένοι από τους κομματικούς συντρόφους, επειδή οι ομοϊδεάτες ήταν πιο πρόθυμοι να αποτολμούν αδίσταχτα τα πάντα. Γιατί τα κόμματα αυτά δεν έγιναν για να επιδιώξουν ωφέλεια των μελών τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν, αλλά για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους αντίθετα με τους ορισμούς των νόμων. Και την αναμεταξύ τους εμπιστοσύνη τη στήριζαν όχι τόσο στο θεϊκό νόμο όσο στη συνενοχή στις παρανομίες. Τις λογικές προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν, αν οι ίδιοι ήταν πιο δυνατοί, όχι από μεγαλοψυχία, αλλά για να φυλαχτούν από επιθετικές πράξεις. Πιο σημαντικό θεωρούσε κανείς να εκδικηθεί κάποιον που του έκανε κακό παρά να φροντίσει να μη το πάθει. Αν καμιά φορά άλλαζαν μεταξύ τους όρκους συμφιλίωσης, επειδή και οι δυο τους έδιναν για να ξεπεράσουν κάποια δυσκολία της στιγμής, τους κρατούσαν τόσο μονάχα όσο δεν είχαν από πουθενά αλλού υποστήριξη. Μόλις όμως παρουσιαζόταν η ευκαιρία, όποιος πρόφταινε κι έπαιρνε θάρρος, αν έβλεπε τον αντίπαλό του αφύλαχτο, με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τον εκδικιόταν, επειδή έδινε πίστη στους όρκους, παρά αν τον χτυπούσε παλικαρίσια, γιατί λογάριαζε και τη σιγουριά και από πάνω ότι έχοντας υπερισχύσει με την απάτη θά’παιρνε και βραβείο εξυπνάδας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ευκολότερα ανέχονται, αν είναι κακούργοι, να λέγονται καπάτσοι παρά, αν είναι τίμιοι, να λέγονται αγαθούληδες, και για το ένα ντρέπονται ενώ για το άλλο καμαρώνουν. Αιτία για όλα αυτά είναι η φιλαρχία που τη γεννά η πλεονεξία κι η φιλοδοξία. Απ’αυτά τα δυό κι η παθιασμένη προθυμία κάθεμιάς μερίδας, όταν άρχισαν οι διαμάχες να υπερισχύσει. Γιατί, όσοι στις διάφορες πόλεις γίνονταν αρχηγοί των δυο πολιτικών μερίδων, προβάλλοντας ωραία συνθήματα, όπως απ’τη μια την ισότητα όλων των πολιτών μπροστά στο νόμο, απ’την άλλη τη συνετή κυβέρνηση των αρίστων, με τα λόγια βέβαια υπηρετούσαν το συμφέρον της πόλης, στην πραγματικότητα όμως ωφελούνταν αυτοί προσωπικά. Κι επειδή με κάθε μέσο ανταγωνίζονταν τούτοι για το ποιος θα υπερισχύσει, αποτόλμησαν τα πιο φοβερά πράγματα κι επιδίωξαν ακόμη μεγαλύτερες αντεκδικήσεις, επιβάλλοντάς τες όχι ως το σημείο που επέτρεπε η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πόλης, αλλά βάζοντας ως όριο σ’αυτές, ό,τι κάθε φορά νόμιζαν πως θα ικανοποιούσε την παράταξή τους. Κι ήταν έτοιμοι, είτε με την άδικη καταδίκη των αντιπάλων τους είτε με την βίαιη αρπαγή της εξουσίας να χορτάσουν το μίσος της στιγμής. Έτσι καμιά από τις δυο παρατάξεις δε νοιαζόταν για την τήρηση των κανόνων της ευσέβειας, κι άκουγαν τους μεγαλύτερους επαίνους όσοι, κάτω από ωραία λόγια, τύχαινε να σκεπάσουν μισητές πράξεις. Οι πολίτες που έμεναν ουδέτεροι εξολοθρεύονταν κι από τις δυο μερίδες, είτε γιατί δεν αγωνίζονταν μαζί τους, είτε από φθόνο, επειδή θα επιζούσαν.

Έτσι λοιπόν, εξ αιτίας του εμφυλίου πολέμου επικράτησε κάθε είδος κακότητας στον ελληνικό κόσμο, κι οι απλοί κι απονήρευτοι τρόποι με τους οποίους η γενναιοψυχία τόσο πολύ συγγενεύει, καταγελάστηκαν κι εξαφανίστηκαν, ενώ το να στέκονται αντιμέτωποι και να δυσπιστούν ο ένας στον άλλον πήρε μεγάλες διαστάσεις γιατί δεν υπήρχαν ούτε υποσχέσεις ισχυρές ούτε όρκοι φοβεροί που θα διάλυαν τη δυσπιστία. Κι οι πιο δυνατοί, πάντα, λογαριάζοντας πόσο αβέβαιη ήταν κάθε εγγύηση, πιο πολύ φρόντιζαν να μη πάθουν κακό από τους αντιπάλους τους παρά να δώσουν πίστη σ’αυτούς. Και τις περισσότερες φορές οι πνευματικά κατώτεροι επικρατούσαν. Γιατί με το να φοβούνται την δική τους υστέρηση και την εξυπνάδα των αντιπάλων τους, μήπως για τούτο νικηθούν , αλλά και μήπως εκείνοι, εξ αιτίας της πνευματικής τους ευστροφίας, προφτάσουν να τους επιβουλευτούν, με τόλμη προχωρούσαν στις κακουργίες. Κι οι ξύπνιοι, από καταφρόνηση στους αντιπάλους, επειδή νόμιζαν πως έγκαιρα θα καταλάβαιναν τις επιβουλές τους κι ότι δεν ήταν ανάγκη να προλάβουν με πρακτικά μέσα όσα μπορούσαν να προλάβουν με την εξυπνάδα, δεν φυλάγονταν και πιο πολύ χάνονταν.-

Θουκυδίδης , Γ 82-83.

Τελευταία δημοσίευση, αφιερωμένη σε όσους διχάζουν τους Έλληνες και σε όσους μετέτρεψαν αυτόν τον ποιητικό χώρο σε αυτό που τώρα είναι.
Ευχαριστώ όσες/όσους με τίμησαν με τα σχόλιά τους.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-11-2018