Έτσι τυχαία ζήσαμε, μ' αγκάθια στη ψυχή

Δημιουργός: ΑΜΑΡΥΛΙΣ

Καλο Σ.Κ φίλοι μου, γερνώ και γράφω...λες και θα ξορκίσω εκείνα τα χρόνια που ακόμα είναι κατάρα για εκατομμύρια παιδιά στην πλάση, σας ευχαριστώ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μάθαμε ν` αγαπάμε την πέτρα, όταν
δεν ξέραμε την ιστορία της.
Ξυπόλητα με μια αγκαλιά μανουσάκια να` χει
άρωμα, η στερημένη μας ζωή.
Μάθαμε ν` αγαπάμε την γέρικη ελιά, κρατώντας
μια φέτα ψωμί με λάδι.
Τις αμυγδαλιές νυφούλες στο γκρίζο της ζωής μας,
άγονο ταξίδι.
Βγήκαμε στο ξέφωτο που φύτρωνε η ιτιά να μας
τραγουδούν τ` αηδόνια.
Τα μικρά, της ανυπαρξίας μας χρόνια.

Μάθαμε ν` αγαπάμε τις ασφάκες, τις ξυλοκερατιές
και τα πουρνάρια.
Κάναμε τις φραγκοσυκιές, φίλο μας, μια
ευλογία μέσα από τ` αγκάθια.
Κουτρουβουλήσαμε στο χορτάρι της Ανάστασης,
που είχε κόκκινες παπαρούνες στρώμα.
Πλατσουρίσαμε στις πηγές, στα ρέματα, τα καυτά
μεσημέρια, να` χει η ζωή μας Καλοκαίρια.
σ
Κι` είδαμε τα χρυσά στάχυα, τα άγανα, να πετούν
στα ουράνια.
Είδαμε να γυρίζει ο μύλος και την μάνα θεριό!!
φορτωμένη τα τσουβάλια με τ` αλεύρι
της επιβιώσης μας.
Πέτρα τη πέτρα είπαμε τα μυστικά μας, να μην
τ` ακούσει κανείς.
Μιλούσαμε στον άνεμο, στ` άστρα στο φεγγάρι.
ήταν η νιότη μας θαρρώ, μια χούφτα με θυμάρι.

Ανεβήκαμε ψηλά στο Βουλκάνο κι` αγναντέψαμε
το κόσμο, το κόσμο απλωμένο, το κόσμο που
πρόσμενε, τις χαρακιές να δώσει.
Κι` ήταν η δίψα μας πολύ, για μάθηση, για γνώση.
Κλάψαμε με παράπονο στο πανηγύρι της Παναγιάς
για εκείνο το θαλασσί το βραχιολάκι, έμεινε ανάμνηση
πικρή κι` αυτό ένα αγκαθάκι.

Ήρθε Λαμπρή κι Ανάσταση, δίχως χαρά και λύπη,
ένα ζευγάρι λουστρινάκια! γιατί σε μας να λείπει!!!
Κι` άλλες φορές τρανέψαμε, στα χέρια μας
η Γαλανή.
Θαρρείς εμείς ψηλώσαμε με δόξα και τιμή.
Ήταν χρόνια σημαδιών, στα ρέματα με τα στοιχεία,
σαν μίλαγαν στα μαύρα οι μάνες και μας
κοβόταν η μιλιά.

Λεύτερα σαν τα κατσίκια, να μας φυλάει ο θεός,
στα λιθάρια και στα ρείκια κι` η πέτρα
γίνηκε αδερφός.
Είχαμε μεις, τη γλύκα...τα σύκα στις συκιές.
Άνοιγαν οι πληγές.
Στα μαύρα η μάνα και ήταν νιά,
στη βρύση έπλενε πανιά!!!!!!!!
Με κοκολόι! μεγαλώσαμε, με κληρονομιά 10 γίδια!!
Φεύγει ο νούς...γεράσαμε στα παιδικά μας
δαχτυλίδια.

Την θάλασσα δεν είδαμε, ήταν μακριά στη πλάση,
πέτρες και χώμα κι` ο θεός, κάπου θαρρώ υπήρχε,
μα η μάνα μας δεν είχε!!!!!!!!
Μήτε ένα χαμόγελο, να ομορφύνει η σπηλιά,
περνούν τα χρόνια γέρασα,
Μάνα μου τα φιλιά!
Δεν στα` δωσε κανείς!! ξερή ζωή, δίχως χάδι!
Μια χαρακιά επάνω μας!
Κι` ένα βαθύ σημάδι.

Λιθάρια, κούρβουλα, νερά κι` αγκινάρες
στην αυλή.
Πλούσιοι οι πλουσιότεροι κι οι ελεήμονες!
πληγή!!!
Το σχολειό αγαπήσαμε, τα μανουσάκια, τα σαλιγκάρια,
τη θεία την Καλή!!!!!!!!!
που` φτιάχνε τα Φεγγάρια.
Φαί καλό, πίτες, γλυκά, ένα κόκκορα
αλανιάρη.
Του Παραδείσου να` χει χάρη.

'Ετσι τυχαία ζήσαμε, μ` αγκάθια στη ψυχή.
Έτσι τυχαία ζήσαμε, με κανενός τη προσευχή.
Σαν είδαμε τη θάλασσα, γινήκαμε δυο φορές
θεριά.
Μην μας την πάρει πια κανείς, άσπρα στα χέρια
δυο κεριά..

24-11-2018
Αδαμοπούλου Γεωργία

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-11-2018