Οι δυναστείες των άστρων Δημιουργός: Κωνσταντίνος Καργάκης Πέρασαν χιλιάδες τα χρόνια. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Περάσαν από τότε χιλιάδες τα χρόνια.
Λιώσαν αμέτρητες χιονιές στον ήλιο του Απρίλη.
Αφρισμένοι χείμαρροι έφαγαν τα σωθικά του καιρού
μες στα ποταμοσέρματα,
την ηλικία της πέτρας ολοένα λειαίνοντας
κάτω απ’ τις λυγαριές και τις μικρές πικροδάφνες.
Γενιές των ποιμένων τα κοπάδια τους πέρασαν
απ’ τις πλαγιές των αιώνων.
Πολύμοχθοι δούλοι αρότρησαν τους κάμπους του σιταριού.
Δυναστείες των άστρων άλλαξαν την εξουσία τους
πάνω στη γη.
Στρατηγοί προμαχούντες, το αίμα τους έχυσαν
στα στενά της πατρίδας,
της Ιστορίας του τύμβους σηκώνοντας
στων Βαρβάρων το έμπα
και τρανοί στρατηλάτες οδηγήσαν τις φάλαγγες
ως τις Πύλες του Ήλιου,
το χρυσάφι της δόξας συνάζοντας.
Χέρια Ελλήνων τη σοφία ελάξευσαν
στους ναούς των μαρμάρων.
Λαμπρές πολιτείες ύψωσαν φάρους
στις εκβολές των πνευμάτων,
των ανθρώπων το Δέλτα φωτίζοντας
και μεγάλα ποντοπόρα καράβια
με φορτία της γνώσης στα πέλαγα ανοίχτηκαν.
Όμως πίσω απ’ τη Δύση της μοίρας μας,
λεγεώνες θανάτου,
χρόνια ακονίζοντας ατσάλι και σίδερο,
τα ξίφη γυρνώντας κατά την Ανατολή,
τους κύκλους ετάραξαν.
Μια-μια οι φυλές του Ομήρου στα χέρια τους έπεσαν.
Πτολεμαίοι θεοί και χρησμοί Απολλώνιοι σύρθηκαν,
αιχμαλώτοι και παίγνια στην Πύλη της Ρώμης
για τη μεγάλη πομπή του Θριάμβου.
Γαλέρες Ρωμαίων
νύχτες και νύχτες, την Κρήτη παράπλευσαν
για να χυθούν ανοιχτά την αυγή,
και Κρήτες τοξότες, θερία, τα βουνά κατεβαίνοντας,
με παιάνες και λύρες πυρρίχιες,
πανηγύρι θανάτου πολύχρονο έστησαν
στους αφρούς των κυμάτων.
Σιδερόφραχτοι βάρβαροι,
στρατηγούς και ναυάρχους αλλάζοντας
και μηχανές σκοτεινές,
απ’ άκρη σ’ άκρη της Κρήτης κάψαλο έβαλαν,
τον ήλιο που απόμεινε για καιρούς να σκεπάσουν
με κρύα φεγγάρια στα λατομεία των δούλων
και μεγάλες φωτιές στα καμίνια τους άναψαν,
τους δικούς τους νόμους να ψήσουν
στην Αγορά της μαρμάρινης Γόρτυνας.
Καπιτώλια και ψηλούς αδριάντες του Καίσαρα έστησαν
το «Κοινό των Κρητών» να σκιάσουν.
Βραχνές φωνές δουλεμπόρων στα παζάρια
ακούστηκαν
κι ο αχός βαριάς αλυσίδας, για πρώτη φορά,
στης Κρήτης τον κάμπο εσύρθηκε.
Και μέσα στη θάλασσα της ματωμένης γαλήνης,
σιδεροδέσμιος λόγος ενός άλλου θεού
πέρασε στα λιμάνια του κόσμου,
και χιλιάδες λαμπάδες ψυχές
ανάψαν το φέγγος τους σε σκοτεινές κατακόμβες.
Και πήρε ο λόγος να δένει μέσα στο αίμα.
Και πήρε ο λόγος σα φλόγα ν’ απλώνεται
στης Ρώμης τα μεγάλα θεμέλια.
Και σηκώθηκεν όργητα.
Και ζώσανε τ’ άρματα θεοί και ανθρώποι.
Και πάνω στου κόσμου τη γέφυρα δόθηκε μάχη.
Και η γη εσχίσθη στα δύο.
Και ο λόγος εσχίσθη στα δύο.
Και ο νους του ανθρώπου εσχίσθη στα δύο.
Κι ο στερνός Τειρεσίας,
που την πτώση της πόλης εμάντεψε,
στις φλόγες τυλίχτηκε.
Πολλοί θεοί διπλοθανάτισαν σε τάφους συλημένους.
Άλλοι, αυτόχειρες,
απ’ τους γκρεμούς της Αβύσσου κατέπεσαν.
Μαύροι καπνοί εσηκώθηκαν
στο μεγάλο βασίλειο του γέροντα Δία
και μες στον καπνό της αυγής,
ο νέος πορθητής των αιώνων,
φωτοστεφανωμένος με τ’ αγκάθια του Ήλιου,
μπήκε απ’ την πύλη της νίκης
κι οι φωνές των ανθρώπων
στα λατομεία του κόσμου ακούστηκαν:
«Ζήτω ο βασιλεύς»!
Ύστερα, νικητές, φανατικοί οπαδοί των ανέμων
των κιόνων την πύλη διέρριξαν
και τους μύθους αιχμαλώτους εσύραν.
Αγεωμέτρητοι ρασοφόροι αρχάγγελοι
με ρομφαίες φωτιάς και τσεκούρια του μίσους
στο Μουσείο της γνώσης εισέβαλαν
και στο μέγα Σεράπειον της στερνής Αφροδίτης,
τους πατρώους θεούς κατακαίοντας
μες στον ασβέστη
και το πνεύμα προγόνων δασκάλων,
απλωμένο στις αρχαίες διφθέρες
και στους παπύρους των άστρων,
στην πυρά επαράδωσαν,
για να έβγει, ως είπαν, αληθινή η προφητεία
ότι τα είδωλα θα προσκυνήσουν τον Ερχόμενο.
Κι επήρανε σκαλί - σκαλί οι αιώνες ν’ ανεβαίνουν
τη μαρμαρένια σιωπή των αγαλμάτων,
τους μύθους κουβαλώντας
ωσάν ασθένεια παλιά μέσα στο αίμα τους.
Μεγάλοι στρατηγοί και αυτοκράτορες,
την αρχαία δόξα εσύναξαν,
του Βυζαντίου τις κολόνες να στήσουν
Και η Κρήτη, μακρινή επαρχία,
χαραγμένη απάνω σε ένα χρυσόβουλο,
μακαρία κι αμίλητη,
από θεούς κι από δόξες καιρούς ξεχασμένη,
μέσα στο πέλαγο έμεινε. Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-04-2019 | |