Πρωτότοκος Δημιουργός: νετη541, ΕΦΗ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Πρωτότοκος
Έρχεται συνήθως βράδυ
Κατεβαίνει απ’ το βουνό παγωμένη
Μ’ ένα ξερόχορτο ανάμεσα στα δόντια
Και τα καλά της παπούτσια να κρέμονται στους ώμους
Περνά μέσα απ’ τις ελιές
Τρίβει τις μελανιές και γδαρσίματα
Κρύβεται για λίγο μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν την ψάχνουν πια
Παίρνει ανάσα
Κάποτε φτάνει πεινασμένη και κατάκοπη
Πάντα βρίσκει ένα παράθυρο, μια χαραμάδα, κάτι και τρυπώνει
Κάθεται δίπλα μου κι αρχίζει ν’ απαριθμεί πέτρες, αγκάθια, κλαδέματα
Λιώνει
Τα ρούχα μου λεκιάζουν
Το κορμί μου ποτίζει
Ξεσπά
Ξαλαφρώνει
Παίρνω ανάσα
Κλείνω τα μάτια και κουλουριάζομαι
Καμώνομαι την κοιμισμένη κι από μέσα μου
Να φύγει, μάνα, κάν’ την να φύγει
Να φύγει, πατέρα, διώξ’ την μακριά
Μα είναι κι αυτή παιδί δικό τους
Πρωτότοκο
Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-04-2019 | |