Εμείς οι Δαίμονες - β' γραφή Δημιουργός: Ion Panopoulos 2019 - και ίσως ξαναδουλευτεί... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Ion K. Panopoulos 2018 - 2019
[Εις μνήμην Χρήστου Ζυγομαλά, Νίκου Λυμπεροπούλου (Liber), Λεωνίδα Χρηστάκη, Πητ Κουτρουμπούση και για όλη την παλιά γενιά του Αθηναϊκού Underground...]
-Ι-
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι;
Επισήμως τρελός.
Με τη βούλα.
Πάμε πίσω- λοιπόν
Να πάρουμε το πράγμα απ’ την αρχή:
Θυμάσαι τους Άλλους που ήδη αποφοιτούσαν;
(Δρομοκαΐτειο, Δαφνί, Γαλήνη, Ο.Κ.Α.Ν.Α,
Στροφή και Δίοδο, ή Ιθάκη)
Όταν εσύ μουτζούρωνες αθώα, λευκά χαρτιά*
Στα βροχερά παραπήγματα,
Στο Αριστοτέλειον Άσυλον- νύκτωρ;
Στα ρεμπετάδικα αργόσχολος
(“Johnny ον δη ροκς”- άσπρο πάτο)
Και μπουρδελότσαρκες-
Τσιγάρο Memphis κατοστάρι
Και τρις ημερησίως:
Αυνανισμός
-ΙΙ-
Καθώς
Σε νανούριζε
Η μάνα Όστρια
Με λόγια πλάνα,
Τού κολλητού σου κόμη
Ε. Α. Ν. Ζ. Ο. L. C. Μ. B:**
Ψαλμούς, ιάμβους, θούρια
Τροχαίους κι αναπαίστους:
Χαίρε ψωλοβρόντη!
Χαίρε ω, πεοκρούστα!
Χαίρε βαλανοτυρανίσκε!
Χαίρε τρανέ πουλοτραβιά!
Χαίρε επιδέξιε παλαμογάμη!
Χαίρε -ολύμπιε σύ- τυρανόπετσε!
Κι έτσι
Άφηνες το ένα όργανο
Να πιάσεις το άλλο
(το πιο ντούρο):
Τένοντες φυλακισμένοι
Στα μαρτυρικά διακροτήματα-
-ΙΙΙ-
Όσο του μπουζουκιού τα τέλια,
Που πότε, πότε λόγχιζαν
Τους κάλους στα ακροδάκτυλα
Για να υπογραμμίσουν κι αυτοί με λίγο αίμα
Την επίγνωση της απουσίας σου από εκείνους
Τους τόπους:
Τις
Μικρές Δραπετσώνες,
Τα Εβραίικα Μνήματα,
Το πρόχειρο πιτόγυρο
(με πατάτες και κέτσαπ νοθευμένο),
Τον κεράτιο αγκώνα στη γωνιά της φορμάικας,
Τη Μαλαματίνα με κόκα -κι αυτή μπασταρδεμένη-
(Σνομπαρία;
= Ρεμπέτης της αστικής τάξης, γαμημένο σκουπίδι
στη βουβή κραυγή του νοήματος)
Ζηλωτής της κενής συνουσίας
Με τις φτηνές πουτάνες
(πότε Βαρδάρη, πότε Μεταξουργείο)
-IV-
Αναμένοντας
Αναμένοντας
Αναμένοντας
Τον -πάντοτε- άκαιρο
Θρίαμβο της Λογικής
Βαριεστημένα κι αδέξια προσχεδιάζοντας
(μονάχα τρεις φορές- μην τρελαθούμε κι όλας)
Την Πρώτη Ελληνική Αποστολή στο Διάστημα***
Καθώς, στεγνή η ψυχή σου
(που δεν την είδες -φυσικά- ούτε ποτέ τη μύρισες
κι όμως τη γάμησες κι αυτή, Μικρέ Λεχρίτη)
Αναρριχόταν αμήχανα
Τις σκάλες του πορνείου
Συντροφευόμενη από:
Ζόρικες, ζόρικες αγορίνες, και μουρόχαβλους κόπανους, και δικαστικούς επιμελητές,
και ιατρικούς επισκέπτες, και γιάπηδες, και αεροναύτες, και αρσιβαρίστες…
-V-
Κατηφόρησες πίσω.
Καθήμενος -ώρες μικρές- στα Προπύλαια
Καταβροχθίζων μπριζολάκια στου Τέλη
Ρουφώντας τοιοτοτρόπως το μεδούλι
Από τις πενιές τού αειμνήστου
Γιώργου Ζαμπέτα
Και άκουσες, μα δεν ακούστηκες
Και είδες, μα δε σε είδαν
Πίνοντας το πικρό λικέρ του Ροκ εν Ρολ
-αναδυόμενο απόσταγμα του βυνιλίου-
Την εσπέρα που εκηδεύετο live
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος
Στην Πλατεία Εξαρχείων
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι;
Επισήμως τρελός.
Με τη βούλα.
-VI-
Κι ο -πατήρ πάντων- ο φόβος:
Στυμένη λεμονόκουπα από
Τα χεράκια -τα ντελικάτα-
Της καριόλας της τέχνης
Πικρό βοτάνι, με χυμό γλυφό
Το κενό της ζωής
Αενάως πυρόκαβλο
Σκατωμένη ψωλή -παρα φύσιν γενόμενη οίστρος-
Η σπουδή και οι αξίες: των θεών τα παπάρια
Βράδυ, μετά την Τραβιάτα
Στην πλατεία Πλαστήρα
Τότε που ξέσπασε ξανά
Η συνήθης πυρηνική σύρραξη
Τού σιωπηλού down town
Με το cohiba (linea clasica) στα χείλη
Σαν κώλος ξεβράκωτος στο μπαρ-
Κι ο επίμονος βήχας
Ο Βήχας / Ο Βήχας
-VII-
Ω, ναι,
Που αργότερα
Θα έπινες έντρομος
Γάλα μαγνησίας
Στο έρημο σπίτι
Αφού είχες ήδη χώσει την εφηβική σου πούτσα
Σε χίλια τόσα -μέχρι τότε- αμαξητά
Μουνάκια εισαγόμενα
Μουνάκια πλερωμένα
Που τα ‘θελες αξούριστα
Και σου ‘ρθαν ξουρισμένα
Επειδή απεφάνθησαν οι ειδικοί πως:
1ον: Είσαι εσύ η τροχαλία των προαστείων
Ο Έσχατος -δηλαδή- Τροχός της Αμάξης
2ον: Κόσμος ο μέγας, ο Μικρός****
Των ποιητών τής Ασήμαντης Χώρας τιμητής
Με μέτρο το Μηδέν και το μέσα του Άπειρο
-VIII-
Σούρουπο Στεγνό και Πορφυρό, στο Ο. Α. Κ. Α:
Κατατροπωθείς υπό των Pink Floyd,
Τζαμπατζής στις σκαλωσιές
Του Νίκου Παπάζογλου
Ή του Ravi Shankhar
Στον Λυκαβηττό,
Αεροναυτίλος
Και δεκανεύς
Ζιγκολό στο
Καφενείον
Λυκόβρυση,
Νύκτωρ και πάλι
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι;
Επισήμως τρελός.
Με τη βούλα.
…Κι άλωστε…
Οι Ακαδημίες σε είχαν ήδη χεσμένο
Πρωτού σκάσεις μύτη, οικτίρωντας
Το κοινό το απαίδευτο, που στηλίτευσε
Ο μίνι θεός Άκης Πάνου
-IX-
Όπου θα παίξεις πρώτη φορά
Σίδερο Τρελό Χωρίς Μυαλό
(θυμάσαι ένα βράδυ στην Ομόνοια, έξω από το παλιό Britania,
στο πηγαδάκι, που ‘βριζες κάτι κουμούνια;)
Μνημονεύοντας:
Θέμη Αδαμαντίδη, Γιώργο και Βάιο Μαργαρίτη,
και Κατερίνα Στανίση, και Κώστα Μοναχό, και Άντζελα Δημητρίου,
και Λευτέρη Πανταζή, και Λίτσα Διαμάντη, και Ρίτα Σακελαρίου, και Χρήστο Αυγερινό…
Στο ραλαντί, στην οδό Φιλελλήνων, ξημέρωμα
Και πάλι πονούσες- ζωντόβολο
Όπου στοιχείωνε το αυτονόητο
Καθώς οι σκέψεις σαρκώνονταν
Στο σημείο μηδέν:
Γαμημένες τροχήλατες υπερπορδές
Οδοδότα κουφάρια του πέραντος κόσμου
Σκατένια πελιδνά νουκλεόνια
Και τεταρτοκυκλικές καραβιόλες
Τού Αισχρού Παρελθόντος
-Χ-
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι;
Ιδού η Χωριατούπολη:
Χωρίς skyline η Χωριατούπολη.
Να τη χαίρονται, άκαρπη,
Οι στροφαλοφόροι των γύφτων
Που ποτέ δε γνωρίσανε:
Την ατσάλινη γοητεία του ουρανοξύστη,
Τη φλογερή επιστροφή τού δορυφόρου
Στη στρατόσφαιρα -ήδη-,
Το -γεμάτο λειχήνες- υγρό
Παρελθόν της Ευρώπης,
Παρά μόνο, λειψή τη ζεϊμπεκιά για τον Στράτο*****
Που το Γαμημένο Κράτος παρέλυσε
Στην τηλεοπτική αγρυπνία των ‘90s
Κι έβγαλες κέρατα******
Και κανείς δεν το βλέπει
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι, ΜΑΛΑΚΑ?
Ε, Μαλάκα???
-ΧI-
Νεανική παρέα, βλέπεις- και κυλιέται γυμνή
Στην όζουσα χλόη τού παγερού διαδικτύου-
Κι εσύ: γεροντάκι αηδές -δήθεν κοτσωνάτο-
Αναμένεις πλησίστιος προπετείς γνωματεύσεις
(κολονοσκόπηση;
= το στεγνό ορατόριο του πάσχοντος σαρκίου)
Καθώς τα ματωμένα ψωλοχύματα
(μιαροί καταρράκτες της ετεροχρονισμένης ηδονής)
Ποτίζουν -πάλι και πάλι- τα ιερόσυλα πόδια
Της λατρεμένης σου εικοσάχρονης τσούλας
Με τα piercings στη μάπα και τα ΧΧ στον πωπό.
Και τα κέρατά σου πονούν.
Κινδυνεύουν να πέσουν.
Και γνωρίζεις εκ νέου
-μα ποτέ δε μαθαίνεις-
Τις ωδύνες του μερακλήδικου τοκετού,
(και χωρίς χειροκρότημα, μάλιστα…)
Καλλιτέχνης είσαι.
Γιατί να φοβάσαι;
Εμείς οι Δαίμονες
Είμαστε ένα με εσένα
Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-09-2019 | |