Του Δράκου Δημιουργός: ειδεμή, curious Λαμπρινή Τενεδίου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info 2014
Του Δράκου
Αυτή:-Στη λίμνη του Δράκου καθρεφτίστηκα...κι είδα το πρόσωπό μου κι ήταν
τα βλέφαρα ερμητικά κλειστά κι αγέρας αργοσάλευε βαρύπνοος στο μάγουλό
μου,ήμουν εγώ η κοιμωμένη κι ολόγυρά μου έρεβος και σκότος κι ακούγονταν
τριζοβολήματα από φωτιά-της κόλασης-.Γλώσσες πύρινες έγλειφαν τους πέ-
τρινους τους τοίχους και τις σκουριασμένες θύρες,ενώ μαινόταν λυσσαλέα η
καταιγίδα.Απόηχοι έφταναν από μακριά,απόκοσμες φωνές,ψίθυροι επίμονοι,
κραυγές τρομακτικές,ζωώδη πόνου βογκητά και θόρυβοι υπόκωφοι από σι-
δερένιες αλυσίδες,που έτριζαν φριχτά,ενώ έξω άγρια κορυφωνόταν μαύρη
και βαθιά η νύχτα.
Σ'αυτόν τον κόσμο κοιμωμένη θέ να υπάρχω,δε θα ξυπνώ,δε θα μιλώ,επιστρο-
φή δε θα ξανάρθω,θά'ναι η φωνή μου παγωμένη,διάφανη σαν ηχώ,δίχως ηχώ,
ούτε η σκέψη,ούτε η πνοή μου να ανασαίνει,γιατί δοκίμασα της
απώλειας τον καρπό.
Στο σπίτι μου το πατρικό,που όλα ήταν ωραία κι η μέρα η παλιά,σαν ρόδο άλυκο,
που τα πέταλα αργοσαλεύει,μ'άφηνε απαλά στην αγκαλιά της τρυφερής μου
νύχτας και 'κείνη όλο χαρά υποσχότανε τη νέα μέρα-όπως η νιότη-ανυπόμονη
να φέξει,να σκύψει και να πιεί από το ύδωρ σου ζωή και τώρα η υδρία μου κομ-
μάτια και το νερό γιομάτο δρόσο,μα με τα χέρια άδεια,μές στης ισχύς του την ορμή,
δε δύναμαι,να συγκρατώ το πέρασμά του και στέκω πάντα διψασμένη.
Αν ήταν έτσι κι αρχή,αν με σταγόνες μ'είχε θρέψει κι όχι με χείμαρρο καθάριο,
σε δέντρο που ο ανθός κι η ρίζα του αντέχει,της ανυδρίας την ερημιά,της απώλειας
ο καρπός,δε θα μου φάνταζε τόσο αβάσταχτα πικρός,μ'...αυτή απλόχερα μου είχε
δώσει και ξάφνου μου τα παίρνει,σε χέρια πήλινα που τρίζουν γοερά και τίποτε δε
δύνανται γερά πιά να κρατήσουν,παρά μονόν λίγες στο στόμα μου σταγόνες που
το μαρτύριο συνεχίζουν-θάνατο αργό-και μένω να διψώ.
Σε τούτο το πηγάδι το κατάξερο που έγινε σάρκα μου και σπιτικό κι αθέλητα,μου
το φορέσαν σώμα-σάβανο,να σαπίζω,μ'άφησαν να ζώ όλοι οι αγαπημένοι.
Σ'αυτόν τον κόσμο δε θα υπάρχω,δε θα ξυπνώ,δε θα μιλώ,δε θα ξανάρθω,γιατί
δοκίμασα της απώλειας τον καρπό,σε μιά γωνιά η υδρία μου κομμάτια με υπο-
λείμματα ψυχής,ντυμένη τη σιγή (της)και στέκω να σιωπώ.
Δράκος:-Στο σπίτι σου τ'αρχοντικό,που όλα ήταν ωραία κι η μέρα η παλιά,σαν
ρόδο άλυκο που τα πέταλα αργοσαλεύει,σ'άφηνε απαλά στην αγκαλιά της τρυ-
φερής σου νύχτας-μ'αντάμα το χλωμό το θάμπος της Σελήνης,να χάνεται δειλά
μπρός της εμορφιάς σου-και'κείνη όλο χαρά υποσχότανε τη νέα μέρα,ολόδροση
όπως η νιότη,ανυπόμονη να φέξει...τρίζουν τώρα δικά μου ξάρτια και πάνω στα
πανιά τους,τα ορθάνοιχτα,στης ρότας της ζωή σου,τα χνώτα μου βαριά με λύσσα
ξεφυσώ,τις κόκκινες ανάσες της οργής και της φωτιάς μου και πάνωθέ τους,
φλογεροί κλυδωνισμοί πνοής που βγάνουνε το μαύρο μου καπνό,από τα μαύρα
σωθικά μου,σαν πένθιμες καμπάνες θρήνου νεκρικής πομπής,καθώς σε θάλασσα
χαμού παντοτινά θα σ'οδηγώ,εγώ που άρχω!Δράκος,μές στο δικό σου σπιτικό,
δικό μου πιά αρχοντικό,σαν ανεμοδαρμένο ξώπορτας ερειπωμένης ανίσχυρο
λυχνάρι,που μές σε θύελλας τη δίνη πάει κι έρχεται,στριφογυρίζει,τρεμοφέγγει
κι αργοσβήνει,σαν λεία στης αρπάγης μου,τα γαμψά,τα νύχια και...το πατώ και
τρίζει,σαν συλημένος τάφος,με σκυλεμένη την ακριβοθώρητη ζωή,σορο το
νεκρικό σου το κουφάρι-της νίκης μου την περηφάνια και την ισχύ-σαν τρόπαιο
θριαμβευτή να περιφέρω κι οι ολότελα δικοί σου,πολυαγαπημένοι-καθηλωμενοι-
σκιές του πάνω κόσμου,τα νήματά τους να κινώ,στο φόβο τους παγιδευμένοι μ'
αισχύνη και ενοχή,γιατί έρμη σ'αφήσαν δειλιασμένοι για το δικό τους ριζικό.
Εγώ,του πάνου και του κάτου βασιλείου το λιοντάρι με τρόμο να κυριαρχώ στα
βήματά τους,μέχρι να λησμονήσουν από την αγωνία και την άγρια πάλη,πόσο
για'κείνους κάποτε υπήρξες κι ήσουν,τέκνο αγαπημένο,θυγατέρα σε γονιό,
φίλη σε φίλους και αδερφή σε αδερφό.Να,που τώρα σας νικώ,εσάς που σας
περίσσευε η χαρά!Πού νά'ναι τάχα η αγάπη,η αφοσίωση κι η τρυφερή στοργή
σας,στο πρώτο μονάχα χτύπημα με δύναμη της αβύσσου,σκόρπισαν στάχτη
τα ιδανικά του βίου σας!Υποκρισία ανάξιων και άτολμων βροτών!
Εγώ,ποτέ δεν κρύφθηκα,ούτε από ανθρώπους,μα ούτε κι από Θεό,βρυχόμουν
ανίερο πάντα ξωτικό,μέσα απ'τα σκότη του Άδη,θαρραλέο και ισχυρό,μα και
στου ήλιου εμπρός ακόμη το πιό λαμπρό το φως.Αργός ο θάνατός σου,να με
θρέψει,σε αίμα ζωογόνο να αρμενίσω του κορμιού μου την ισχύ και σε οδύνης
ζόφο,βαθύ ,απέραντο ποτάμι-για σε-για μέ ρώμης πηγή,Δράκος να γεννηθώ
ξανά κι απ'την αρχή δράκους να γεννήσω.Άνοιξε τα βλέφαρα τα σφαλισμένα,
μοίρα βαριά σε κατατρέχει-γέννα Δράκου-κι ακολουθεί τη βιωτή σου και δές
με και στη σιγή σου ακόμη αντηχώ,σε σκέψη σιωπηλή,που ο φόβος της
αδυνατεί να μου κρυφθεί,όσο κι αν δε μιλάς και απομένεις να σιωπάς,άλαλο
κενό.
Στη λίμνη μου καθρεφτίστηκες... κι είδες,το πρόσωπό σου κι ήταν τα βλέφαρα
ερμητικά κλειστά κι αγέρας παγωμένος αργοσάλευε βαρύπνοος στο μάγουλό
σου,ήσουν εσύ η κοιμωμένη κι ολόγυρά σου έρεβος και σκότος κι ακούγονταν
τριζοβολήματα από φωτιά-της κόλασης-.Γλώσσες πύρινες έγλειφαν τους πε-
τρινους τους τοίχους και τις σκουριασμένες θύρες,ενώ μαινόταν λυσσαλέα η
καταιγίδα.Απόηχοι έφταναν από μακριά,απόκοσμες φωνές,ψίθυροι επίμονοι,
κραυγές τρομακτικές,ζωώδη πόνου βογκητά ...και θόρυβοι υπόκωφοι από
σιδερένιες αλυσίδες,που έτριζαν φριχτά,ενώ έξω άγρια κορυφωνόταν μαύρη
και βαθιά η νύχτα.
Σ'αυτόν τον κόσμο κοιμωμένη θε να υπάρχεις,δε θα ξυπνάς,δε θα μιλάς,επιστρο-
φή δε θα ξανάρθεις,θά'ναι η φωνή σου παγωμένη,διάφανη σαν ηχώ,δίχως ηχώ,
ούτε η σκέψη,ούτε η πνοή σου να ανασαίνει,γιατί...δοκίμασες της δύναμής μου,
την ισχύ-της απώλειας τον καρπό-στο σπίτι σου το πατρικό,τώρα τρίζουν δικά μου
ξάρτια και πάνω στα πανιά τους,στης ρότας τη ζωή,τα χνώτα μου βαριά με λύσσα
ξεφυσώ,τις κόκκινες ανάσες της οργής και της...φωτιάς μου!Εγώ που...άρχω,Δράκος,
Δράκος να γεννηθώ ξανά και ατελεύτητα δράκους να γεννώ!
Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-10-2019 | |