Λιοπύρι

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Λιοπύρι , μια μικρή ξανθή , στ’ αυτί της περασμένο
άγριο τριαντάφυλλο , το που μεθάει νέους
στη στράτα εβγήκε η άγουρη , στο πάνω καλντερίμι
στο πάτημά της θα λιωναν οι χιόνες και οι πάγρες
στις παρειές της , μυγδαλιά ερχόταν και κρυβόταν
και το παγώνι ντρέπονταν τη πλουμιστή ουρά του
η λεύκα τσουρομαύριζε κι η μάνα της καυχιόταν
ξωπίσω τηνε σταύρωνε για το κακό το μάτι.

Χτυπούσαν οι καλόγεροι σήμαντρο κρεμασμένο
κι οι ρόζοι της βελανιδιάς βογκούσαν κούφιο ήχο
έπεφτε απ’τον Άη Λιά στα μοσχοπεριβόλια,
σαν άχνη που πασπάλιζε τις δίπλες των αρχόντων.
Έπεφτε και στα άγονα , τα χέρσα τα χωράφια ,
σαν άχνη που πασπάλιζε τα κόλλυβα του γέρου
του κύρη της , που απέθανε πριν τέσσερα Σαββάτα
και πήγαινε η όμορφη ν’ ανάψει το καντήλι ..

Λιοπύρι , ένας αψηλός , στη ζώνη περασμένο
κλωνάρι από βασιλικό , το που λιγώνει κόρες.
Τη ρούγα , τον κατήφορο , στο κάτω μετερίζι
στο πάτημά του ξάνοιγαν οι πέτρες και οι βράχοι
στα χέρια , βασιλαετός ερχόταν και κρυβόταν
κι ο λύγκας εγουργούριζε σα να ‘τανε κουτάβι
πλατάνια κοντομίκραιναν και χώνουνταν στις γλάστρες
κει στην αυλή της μάνας του που χάντρες του φοράει.

Χτυπούσαν τα καζίκια τους κάτι μικρά χαμίνια
τα άχνουδα ροδομάγουλα , σε μικρά γέλια σπάζαν
από τον δρόμο έφευγαν και πέταγαν στις σάλες,
σαν περιστέρια που έχουνε οι κυράδες κεντητάτα
και μερικά εφώλιαζαν σε σκοτεινές υπόγες,
σα γούτοι που τους τάϊζε ο γέρος με τα χέρια.
Ο κύρης του που απέθανε πριν τέσσερα Σαββάτα
και πήγαινε ο φρεσκονιός λιβάνια να του ανάψει.


Στο δίστρατο αντάμωσε κι ήταν η ώρα δύο
το ρόδο τον βασιλικό κι αρχίνησαν κατάρες
- Να κιτρινίσουν τα προικιά, να μείνουν στα μπαούλα.
- Να βλαστημάς τα άροτρα, να σε μισούν τα γκέμια.
- Φονιάδες του πατέρα μου…
- Του κύρη μου φονιάδες…

{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-08-2006