Πεπτωκότες

Δημιουργός: ροβολος, Γιώργος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ονειρεύτηκα ή όχι δεν το ξέρω αλήθεια να πω
πριν απ' όλα θυμάμαι το σκοτάδι ήταν μαύρο πηχτό
μεσ' το μαύρο το χάος περπατούσα, ταξίδευα εγώ
κάπου ήταν να φτάσω, κάποιο φως πέρα έφεγγε αχνό.

Να που βρίσκομαι μόνος, καθιστός σ' ένα βράχο ψηλό
ν' ατενίζω έναν τόπο έρημο, άμμος χωρίς τελειωμό.
Πέρα εκεί που ενώνει ο ουρανός με την άμμο μακρυά
ένα σύγνεφο σκόνη, κάποιος φτάνει σε μένα γοργά.

Προχωράνε, τους βλέπω, δεν είναι ένας, μα είναι πολλοί
τι να θέλουνε τάχα, φίλοι να ΄ναι ή μήπως εχθροί;
Πλησιάσαν στον βράχο, με κοιτάν, τους κοιτάζω καλά
καβαλάρηδες πέντε είναι σε άτια ψηλά και λιγνά.

Έχει ο πρώτος στο χέρι, κρατά ματωμένο σπαθί
με κοιτά μ' άγριο βλέμμα, γνωρίζω, θα φέρει σφαγή.
Ένας άλλος βαστά φοβερό σιδερένιο ραβδί
και γελά σαν τρελός και τραντάζει με τούτο τη γη.

Το μωρό ξεψυχά σε μια αγκάλη ενός τρίτου φριχτή
ικετεύουν τα μάτια, η ψυχούλα, για λίγο ψωμί.
Της θαλάσσης ο άλλος λυσσά και δηλώνει ταγός
τρέμετε όλοι, θα 'ρθεί το νερό κι ο μεγάλος πνιγμός.

Μπουκαλάκι γυαλένιο ο στερνός μεσ' τον κόρφο κρατεί
δηλητήριο έχει εκεί, να σκορπίσει παντού λοιμική.
Μου μιλούν σαν να λέν λόγια χίλιων αρχαίων σοφών
τους φοβάμαι, ριγώ, όπως ριγούν οι ψυχές των δειλών.

Στον Χρόνο απ΄τα πρώτα σκιρτήματα
θνητοί σεις του Τέκτονος ποιήματα
δικά Του παιδιά που ξεχνούνε
της Πλάσης το θαύμα να υμνούνε
φανήκατε ανάξιοι με κρίματα.

Ταράσσει η κραυγή μας τα βάθη
του απείρου που βρίθει απ' τα λάθη.
Ω! Τέκτων στα έργα σου, πες μας
αρρώστια ειν' οι ανθρώποι απ΄ τα πάθη
κι εμείς παντοδύναμοι, δες μας.

Δεν γνωρίζω το θάρρος πως βρήκα να πω
ότι ελπίδα μας μένει η ματιά η παιδική
των παιδιών η χαρά κι η καρδιά που είν' αγνή.
Των δαιμόνων η αγέλη μ' απάντησε αυτό.

Απελπίσου θνητέ και φοβού, το αηδές σου σαρκίο
σεσηπός κατασπάραγμα, να!, θα δοθεί στο Θηρίο.
προσδοκείς αφελώς, δεν σου δίνεται χάρη
είναι εδώ ο Πεπτωκώς την ψυχή σου να πάρει.

Γίναν τότε τ' αλόγατα δράκοι φλεγόμενοι
που σ' αυτούς καβαλούσανε πέντε ουρλιάζοντας
σκουληκόμορφοι πότες του αιμάτου σηπόμενοι
φοβεροί και χυμήξαν σ' εμέ αλαλάζοντας.

Να γλυτώσω, να φύγω, σκεφτόμουν, μα πώς;
Στο στερέωμα απόκοσμο έλαμψε φως
οπτασία Αρχαγγέλου στο πλάϊ μου εστάθη
στο δεξί του κρατούσε μια πύρινη σπάθη.

Των δαιμόνων η αγέλη θρηνώντας εσκόρπισε
μια γαλήνη γλυκιά την καρδιά μου πλημμύρισε
στου Μορφέως το κέλευσμα ανταποκρίθηκα
και στης Λήθης το δώμα να εισέλθω αφέθηκα.

Ονειρεύτηκα ή όχι δεν το ξέρω αλήθεια να πω
μα μου φτάνει που τώρα κοιτώ έναν καθάριο ουρανό.
Γύρω μου όμορφη η Πλάση, σαν παιδιά γύρω μου όλοι γελούν
κάποιοι απόψε γιορτάζουν, κάποιοι χαίρονται και αγαπούν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-03-2020