Λιμνάζουσα

Δημιουργός: ειδεμή, curious Λαμπρινή Τενεδίου

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Λιμνάζουσα 2013

Εκεί που θα ξαπλώνεις σταλαγματιά αφημένη από
ασημένιο κλώνι,πού'δωσε φύλλα κάποτε στέφανος
δόξας να πλεχτεί - μιάς δόξας αλλοτινής και περασμένης -
και τώρα μαραμένο και ό,τι πλέον απομένει το λεηλά-
τησαν ανήλεα οι καιροί.

Εκεί που θα ξαπλώνεις,σταλαγματιά αφημένη από
ασημένιο κλώνι,σε βράχο που σκληραίνει καθώς
φλέγεται,για να σε πυρώνει κι η σκέψη να βαραίνει
δίχως ανάπαυση καμιά - μα αδρανής -.

Κι έτσι που πικραίνεται του σώματός σου η μορφή,
εξαγνισμένη πια,να ακινητεί σε άκοπη σιωπή και
βυθισμένη μες στη θλίψη,σαν γυναίκα που πενθεί
- βουβή χωρίς φωνή - για κάποιο αιφνίδιο κακό,μεγάλο,
σαν χώρα που θρηνεί για τη χαμένη της χαρά,σαν
γη απογυμνωμένη και ξερή που απομύζησαν άοκνα
οι ενάντιοι,ανίσχυρη και κουρασμένη.

Θα συναντιέται και θα χάνεται το πριν και το μετά,
σταλαγματιά σπαρμένη από ασημένιο κλώνι που
σαπίζει,θα αποκοιμιέται,θ'αποκρεμιέται πάνω από
χώμα ασάλευτη σκιά,χλωμή,να καθρεφτίζεται
είδωλο-απομεινάρι μιάς δόξας αλλοτινής και περα-
σμένης,πού'δωσε φύλλα κάποτε,στέφανος δόξας
να πλεχτεί.

Λόγια του ανέμου,λόγια της σιωπής - σαν να μην
ακούει κανείς - η άπνοια της στιγμής,καθώς σηκώθηκες
αποφασισμένος,πιάστηκε η θέληση στην άκρη και
τσάκισε η μισή,μα δε βαριέσαι,.ω!Αδερφέ,είναι ωραία
η ζωή,ή έτσι μοιάζει.

Ποιός τολμά τούτο ν'αμφισβητεί;Της μοίρας το θεριό
να προκαλεί,σε μάχη σώμα με σώμα,δίχως να ηττηθεί;
Καθώς ανίσχυρο και εξουθενωμένο βουλιάζει στον
πάτο της ιλύς.Πού να σε σύρω τώρα αργυροπελέκητο
σπαθί μου,έτσι βαριά που μου χαράζεις και γδέρνεσαι
στο μονοπάτι;

Μείνε ακίνητο μες στη σιγή,ίσως κάποτε η θέληση ξανάρ-
θει και η κίνησή σου ολοκληρωθεί,..σαν παλικάρι κουρα-
σμένο που περιμένει μιά πρόκληση με ορμή,για να
ξεπεταχτεί με βιάση και να την αφορίσει κι ύστερα σαν
αργυροπελέκητη αιχμή σπαθιού,κόψη να ζυγίσει και να
υψώσει - ξανά αποφασισμένη - την όψη της ατρόμητη και
κοφτερή,όπως προφήτεψε κάποτε,της ποίησης ένας με-
γάλος ποιητής.

Τώρα όμως,στης λίμνης μου την αποχαύνωση κοιμάται
και δε γυρεύει χέρι δύναμης να το κρατήσει και φύλλα
ωχροκίτρινα - της αναλγησιάς το θάμπος - το νανουρίζουν
καθώς στ'ανέμου τη σιωπή απαλά στροβιλίζονται κι εγγίζουν
την αδιατάραχτη επιφάνεια της θέλησής μου,εκεί που η αδρά-
νεια της χαυνωμένης του ψυχής,του 'στρωσε της κούρασης
σεντόνι για να κοιμηθεί.

Κάποιες λέξεις - βότσαλα,εδώ και εκεί,πεντόβολα λικνιστικά -
να σπάζουν λίγο τούτη τη σιγή,της αποχαύνωσης και του
ληθάργου,μα τίποτα δεν τη ραγίζει την ατονία σου,μικρή μου
θέληση ακαμάτρα.Πώς να αδράξεις κάτι τόσο ισχυρό και που
να το οδηγήσεις,μέσα στον ανυπόταχτο καιρό;Ατίθασο άτι,
άτι Μεγαλεξανδρινό!

Πιο εύκολος ο λήθαργος,τα βλέφαρά σου κλείνει
- τ'ακούραστα,τα ευκολόδοτα να επαινεί - και να
ενδίδεις και με φωνή γλυκή,αχνόφεγγη να σε απο-
κοιμίζει,σούρσιμο και θρόισμα που ολοένα φθίνει,
καθώς βυθίζεσαι στα μαύρα του ύπνου σου νερά,
στις όχθες σου η όποια απόφαση,χωρίς εσένα
- θέληση- για πάντα θα σαπίζει.

Ανάμεσα σε φύλλα ωχροκίτρινα - της αναλγησιάς το
θάμπος - που στροβιλίζονται εμπαιχτικά,του δισταγμού
της ηττοπάθειας,της αποθάρρυνσης και της απελπισιάς,
τα εμπόδια που σκέπασαν την όποια εκκίνηση,σαν
πέπλος νύχτας κι ο χρόνος τα θεμ-έλιωσε σε λάσπη,
σε κινούμενη άμμο.

Μιά τέτοια λίμνια μέρα,δεν ήταν ημέρα ποιήματος να
γένει,μα ενός θανατικού που άπλωσε της νωχέλειας
την παγίδα και την ξέρα,στα θολά και μαύρα αποχαυ-
νωμένα σου νερά κι έγινε τάφος σου - ο τάφος μου -
ω!Θέλησή μου ακαμάτρα.

Κι...ούτε ένα βότσαλο αντάξιο,της αδρανής ισχύς σου,
να σ'αφυπνίσει πια και να συνθλίψει της αδράνειας
την ισχύ,από το βάρος του,ανάξιο - σκέψη αποδυναμω
μένη - για λίγο ζάρωσε η γυαλάδα σου στο καθρεφτίζων
ύδωρ σου,μα γρήγορα απλώθηκε και πάλι αλαβάστρινη,
απρόσιτη και αδιατάραχτη,ούτε μιά λέξη ικανή να σε
θεριέψει,δεν άγγισε την επιφάνεια του ύπνου σου.

Και τούτο αδύναμο,βότσαλο ανάξιο - σκέψη αποδυναμωμένη -
καταβυθίστηκε στην άμετρη ακινησία σου και σκοτεινιά,λιμνά-
ζουσα,μικρή μου ακαμάτρα,δίχως μιά κίνηση ζωής - αντίδραση -
μόνο κινούμενη άμμος,δίχως μιά πίστη,τί ν'αντιτάξεις σε θεριά;
- Του ριζικού και τ'αναπάντεχου -.

Ω!Μέρα μελαγχολική - διαρκούσες χρόνια άπραγη- δεν ήσουν
μέρα ποιήματος εσύ,αλλά οδυνηρού θανάτου,καταβυθίστηκε
η όποια αντίσταση,θέλησης φωτεινής,στους παφλασμούς του
σκότους σου,λιμνάζουσα,οκνηρή,μονάχα η άπνοια της θέλησης
να συνεχίζει πια.

Να εγερθεί της δύναμης το πνεύμα πως μπορεί;Ούτε το έναυσμα,
ούτε πλέον η απειλή,ακινησία μιάς χαυνωμένης ακαμάτρας.Πώς
να αδράξεις κάτι τόσο ισχυρό και που να το οδηγήσεις μέσα στον
ανυπόταχτο καιρό; - Ατίθασο άτι,άτι Μεγαλεξανδρινό - και να το
υψώσεις πάλι αποφασισμένο,την όψη του ατρόμητη και κοφτερή
- στης θέλησης τη μάχη και στης προσπάθειας τον αγώνα - όπως
προφήτεψε κάποτε,της ποιήσης ένας μεγάλος ποιητής κι η κόψη
του να σχίζει τον αέρα με βιά,καθώς μετρά τη γη και μάχεται.

Πιο εύκολος ο λήθαργος τα βλέφαρά σου κλείνει
- τα ακόπιαστα,τα ευκολόδοτα να τάζει και να επαινεί -
και με φωνή αχνόφεγγη,γλυκή,εμπαιχτική να σε απο-
κοιμίζει,σούρσιμο και θρόισμα που ολοένα φθίνει,καθώς
βυθίζεσαι στα μαύρα του ύπνου σου νερά.

Στις όχθες σου η όποια απόφαση,χωρίς εσένα - θέληση -
για πάντα θα σαπίζει,το όποιο όραμα υπό διωγμό,δίχως
σκοπό,θέληση δίχως πίστη,μιά θέληση δίχως φτερά,...
λιμνάζουσα,στις όχθες της ισχυρής αδράνειας,αποχαυνω-
μένη θα βρωμίζει,κουφάρι οδυνηρό,Ποιός άραγε θα επιζήσει
για να κηδέψει τη σορό;Ύστατο χαίρε στο σκηνικό της
φονικής αδράνειας.

Ποιός τολμά ν'αμφισβητεί;Της μοίρας το θεριό να προκαλεί,
σε μάχη,σώμα με σώμα,χωρίς της θέλησης την ευλογία,
να εγερθεί της δύναμης το πνεύμα πώς μπορεί;!...Δίχως
φτερά,ενώ η διαύγειά του αδιάκοπα βαραίνει,καθώς βυθίζεται
στα μαύρα του ύπνου του νερά...κι ούτε ένα βότσαλο
- μιά σκέψη έστω αποδυναμωμένη - για να αφυπνίσει την
αδιατάραχτη επιφάνεια,για να αφυπνιστεί και να επιστρέψει
- το πνεύμα της δύναμης - η θέληση ξανά.

η ιλύ(ς)=λάσπη,βούρκος,κλίνεται όπως η ισχύ(ς).




















Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-04-2020