Μια Αμυδρη Ελπιδα Ζωησ

Δημιουργός: ΑΒΕΡΟΗΣ, ΡΟΛΑΝΔΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήλιε, χρυσέ ηλιάτορα
φέξε το δρόμο που βαδίζω.
Την αχλή διέλυσε ουρανέ
ορατότητα να έχω να αγναντεύω
τα ψηλά βουνά με τις χιονοσκέπαστες κορφές.
Πόθε που την καρδιά μου σχίζεις
γίνε αετός αγέρωχος
πιο πέρα κι από την άβυσσο
το βλέμμα μου να ρίχνω,
να ταξιδεύω στις θάλασσες του ονείρου
με τον μπάτη πρίμα.
Ανάβουνε φλόγες να καούνε
τα πολυκαιρισμένα ξύλα πάθη,
να γαληνέψουν οι καρδιές που βολοδέρνονται
από σκιές που δεν έχουν αναπαμό.
Τα χείλη μου φράξανε τις λέξεις
και δεν μπορούν να βγουν.
Κι εγώ τότε παίρνω τη φλογέρα μου
κι αρχίζω να λαλάω
κι οι λέξεις άρχισαν να πετούν
λεύτερες και ξεκλειδώνουν
σκλαβωμένα στόματα που βγάζουν ιαχές
που γίνονται τραγούδι.
Με σκεπάρνι την υπομονή
σκάβουμε τα λαγούμια για να βρούμε
μια αχτίδα φως, μια αμυδρή ελπίδα ζωής.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-07-2020