Το λογάρι

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σ’ ανάρια, λέφκας, φυλλωσιά, ασπρόμαυρη φιγούρα,
απακουμπά, ανάηχα γλιστρώντας στον αγέρα,
γλυκό πουρνό, η λιόθρεφτη, πριν αυγατίσει, μέρα,
μοναχική, παράταιρη, της φλώρας φιοριτούρα.

Με κείνη τη μακρόστενη κι άγαρμπη σιλουέτα,
χτυπά κομμάτι άσκημα, στ' απρόσεχτο το μάτι,
μα, τα πρασινομόρικα τα ρέγκια, αμανάτι
του λιόφωτου, της χάρισε, της φύσης η παλέτα.

Παράξενο, που άφησε χωράφια οργωμένα,
οπού οι κράγκες έχουνε στημένα παρλαμέντα,
κι ήλθε εδώ, που κυβερνάν, σίδερα και τσιμέντα,
κι έχουν τα δέντρα τόση γης, που νιώθουν σκλαβωμένα.

Ανερωτιέμαι τι ζητά, και μένει γραπωμένη,
απάνω, στου ασπροπέφκου τα ξέφυλλα κλωνάρια…
Τσιμπολογά, μα δεν θα βρει, άλλο από σκαθάρια,
μίζερο το χινόπωρο, κι η φάκνα στερεμένη.

Γαργαριστά δισύλλαβα, στη γειτονιά σκορπάει…
Δεν ήρθε βάζοντας στο νου, λιμάγρια να χορτάσει,
άλλο της κάποιο σειρικό, την έχει συναρπάσει,
και γλέτησή του ψάχνοντας, στο δέντρο καρτεράει.

Θα 'ρθε, κατά πως φαίνεται, για το τενεκεδάκι,
που παν’ στη γης γυαλοκοπά, ανάμεσα στα φύλλα,
για δαύτο, της αποθυμιάς, την πιάνει, ανατριχίλα,
τι, της φωλιάς της θα 'τανε, γαρμπόζο στολιδάκι.

Θα 'ταν πολύ γουστόζικο, με βρεσιμιό στη μύτη,
στης δημοσιάς, να περπατά, την άκρη, και να μοιάζει,
σιγουραδόρου, π' άπληστα χέρια, στις τσέπες, βάζει,
κι άλλο κοντράτο σκέφτεται, με ύφος λωποδύτη.

Μα κείνος ο σπιτόγατος, που φέρνει της στο χρώμα,
και χουρχουλίζει ράθυμα, με το αυτί στημένο,
δίπλα στη ρίζα, έχοντας, το βλέμμα του στραμμένο,
απάνω της, τήνε κρατά, μακριά από το χώμα.

Πασχίζει, μ’ άσκημες κραξιές, γρήγορες, να τον σκιάξει,
μα τ' αφιλότιμο γατί, στον ήλιο ραχατεύει,
και σ' άλληνε, πιο πρόσκαιρη στιγμή, την αγγαρεύει,
τ' ατίμητο βρεσίδι της, να έρθει και ν’ αρπάξει…

Πετά, λοιπόν… Στην καρυδιά, απέναντι μια στάση,
κάνει, και μια στερνή ματιά, ρίχνει προς το λογάρι…
Παρακαλά νεροποντής, ρέμα να μην το πάρει,
κι ο γάτος, όταν ξαναρθεί, ήλιο να 'χει χορτάσει...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-09-2020