Χέρσο λαχίδι Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο γερο-ήλιος, που θαμπός, τραβά κατά το γέρμα,
δεν έχει πια τη δύναμη, μ' ελπίδες, να ζεστάνει,
όνειρα που στα μπάρκα τους, ξαστόχησαν τα έρμα,
και μάργωσαν, γυρεύοντας απάνεμο λιμάνι.
Μηδέ πληγές που σ’ άνοιξε, όσο μεσουρανούσε,
τώρα που ψύχρανε, μπορεί να σου τες θεραπέψει…
Θα ‘βρεις γιατρειά στο στεναγμό, τι σαν θρασομανούσε,
δέχτηκες, πυροκάμι του, ψυχής δροσιές να κλέψει…
Μη κακιωθείς του γέροντα, που έχει αποκάνει,
και, μέσα στο απόκλωσμα, γεύεσαι πικραλίδες...
Απ' τ' ανοιχτά τα τραύματα, σύναξες το μελάνι,
με δαύτο, χόρτασες ψηφιά, πλήθος λευκές σελίδες.
Εκείνες που σου έδωσε, δεμένες σε τεφτέρι,
μιαν πρωταυγή, σαν ήτανε, ακόμα γεννητάρι,
άγγιχτες όλες, κι όρισε, με πρεμουρόζο χέρι,
να γράψεις μ’ αίμα κι ίδρωτα, της πείρας συναξάρι.
Αν απομένουνε δυο-τρεις, που πρέπει να γεμίσουν,
βάστα τες για πορίσματα, ως είναι η συνήθεια…
Μπορούν ακόμα λάμψεις του, σε τούτο να βοηθήσουν,
μέσα σε δαύτες, ίσως βρεις, στράτες για την αλήθεια…
Όταν, με μιαν αναλαμπή στερνή, θα ξεψυχήσει,
το ρέζιμο που γιόμισες, βάλ’ το μαζί με τ’ άλλα,
που ήλιων προηγούμενων, το φως τα ‘χει βλογήσει,
και ιστορούν, πικρόγλυκα, της ζήσης σου ρεγάλα.
Και στρέψε βλέμμα λαγαρό, μ’ ένα ψυχής σου σάρτο,
σ’ ανατολής μαρμαρυγές, που νέος ήλιος βάφει,
και το καδέρνο που κρατά, χέρσο λαχίδι, πάρ’ το,
κι όσο βαστά ο κύκλος του, κάν’ το μεστό χωράφι...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-09-2020 | |