Ψευδαίσθηση

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πριν λίγες μέρες καθιστός, εκεί στ’ αριστερά μου,
κουβέντα μου 'κανες ψιλή, για της ζωής το ψέμα.
Και τις κοντές ανάσες σου, που ξέκλωθαν το γνέμα,
τις έχω τώρα συντροφιά, σε βράδια παγερά μου.

Τώρα δεν είσαι πια εδώ, και στο παλιό μιντέρι,
τα μαξιλάρια καρτερούν, αχρείαστα και κρύα.
Κι όλα εκείνα τα κουτιά, από τη σπετσαρία,
γεμίζουν ανωφέλευτα, στον πάγκο το πανέρι.

Μες στη μεσάντρα ταχτικά, τα ρούχα σου βαλμένα,
προσμένουν το χεράκι σου, ν’ απλώσεις να διαλέξεις,
να στολιστείς κιμπάρικα, κι ύστερα να προστρέξεις,
στις εκκλησιάς το κάλεσμα, σε γάμο, στα θλιμμένα…

Στην κάβα μέσα σφαλιστές, σκονίζοντ’ οι μποτίλιες,
γιομάτες μοσχοφίλερο, που σου ’σβηνε μεράκια.
Και μες στο κατωκέλι σου, σε καρτερούν δισάκια,
με φάκνα που τη σόδιασες, πριν ώρες δεις ανήλιες.

Κι αχολογάνε τα κλειδιά, και «Κύρη;» σου φωνάζουν,
απ΄ τη βαριά οξώπορτα, που σ' είδε μαύρη μέρα,
να την περνάς αγύριστα, στου χάρου θυγατέρα,
τη θλίψη, δίνοντας αδειά, και στον καημό, να σφάζουν.

Κι η μάνα κλαίει που κοιτά, μα πουθενά δε βλέπει,
μορφή που τόσ’ αγάπησε, να της χαμογελάει.
Κι ως, φαίνεται, ο πόνος μου, βάλθηκε να γελάει,
τις άτονες αισθήσεις μου, και σπρώχνει τες στο ρέπι.

Και, να, π’ ακούω, ψίθυρο, τη στοργική φωνή σου:
«Πάντα εγώ θα ζω εδώ, κι αχώριστα μαζί σου,
μην κλαις, λοιπόν, λεβέντη μου, και πήγαινε κοιμήσου»,
μου λες, κι ύστερα κάθεσαι, εκεί στην αγκωνή σου…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-09-2020