Δεν ξέρω Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Δεν ξέρω αν κατάλαβες, ποτές, σε ποιας αγάπης,
αμέρεφτης κι αγάληνης, τα δίχτυα έχεις πέσει.
Μέσα στα βρόχια της, μπορεί πέλαγο να χωρέσει,
που ώρες είν’ πειθαρχικό, κι ώρες πικρός σατράπης.
Δεν ξέρω να μπολιάζω 'γω με την καρτεροσύνη,
του έρωτά μας το δεντρί, που τη βροχή ζητάει.
Εγώ μ' αγέρας δυνατός, που όταν αγαπάει,
χύνεται μες στη φυλλωσιά, μ’ αβάσταγη βιασύνη.
Δεν ξέρω ‘γω παραλοές μαστορικές να σιάχνω,
που βάζει, στων παθιάρηδων τα χείλια, η Ερατώ.
Εγώ ‘χω φτερωτό φαρί, τ’ αψήλου, όταν πετώ,
κι αντιλαλούν τα «σ’ αγαπώ», τα γκέμια σαν αδράχνω.
Δεν ξέρω γιατί, λούλουδα, εφήμερα γυρεύεις,
που, σβήνει η ανάσα τους, στης νύχτας το σκοτάδι.
Εγώ 'χω άνθος, στην καρδιά, αμόλυντο πετράδι,
που πήγα και το κούρσεψα, σε τόπους που λατρεύεις.
Δεν ξέρω γιατί σκιάζεσαι, σα νοιώθεις πως ξεπέφτω,
σαν τον πετρίτη, άξαφνα, σ' αναγκερά λημέρια.
Εγώ με τις φτερούγες μου, σε πάω αν θες στ’ αστέρια,
στα χαμαδά, κατέχεις το, μόνο για σε προσπέφτω.
Δεν ξέρω γιατί κάθεσαι, ολημερίς κι υφαίνεις,
του πόθου άλικο πανί, που νύχτα το ξηλώνεις.
Κι αν μαρινάρος ξέμακρος, είμαι, μη μου χολώνεις,
έχω, για Θιάκι, αγκαλιά, που χρόνους τη ζεσταίνεις.
Δεν ξέρω, πως σου βάλθηκε, που θα 'ρθει χαραμέρι,
και δε θα φτάσω, ως ποθείς, στο χαμηλό πορτάρι.
Τα δυο σου τα ματόκορα, που' ναι σαν κεχριμπάρι,
αν δεν τα δω, θε να σβηστώ, ωσάν το λιανοκέρι.
Δεν ξέρω, μπρος σου, μην φανώ, με φύσημα τ' αγέρα,
μα θα 'χουν, μες στη σπούρδα μου, σαγίτες, το κλινάρι.
‘Κει θα τεντώσω, λαίμαργο, φαρμακερό δοξάρι,
για όσα, στην καρδούλα σου, σπέρνουνε τη φοβέρα. Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-09-2020 | |