Φαρμακερό μαχαίρι

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με τι καρδιά το έκοψες, το πορφυρό λουλούδι,
εκείνο το τριαντάφυλλο, που έχεις στο ποτήρι,
και στο περβάζι τ' άφησες, στο πίσω παραθύρι,
να καρτεράει άδικα, των αηδονιών τραγούδι;

Με τι ψυχή το άρπαξες από μοσκιάς μασχάλη,
κι αφού του πήρες τη ζωή, ολημερίς πασχίζεις,
να το κρατήσεις δροσερό, και το συχνομυρίζεις,
ανάσα του να κλέψεις μια, που φέρνει παραζάλη;

Ήταν, θαρρείς, η μοίρα του εδώ να ξεφυλλίσει,
ή ήταν για τον οργασμό, της άνοιξης, πλασμένο,
που 'χε με μάγιστρου τρανού, υπομονή κλωσμένο,
άλλο κισμέτι απ’ αυτό, που του ‘γραψες να ζήσει;

Μου λες, το ζήλεψες πολύ, για τ’ άρωμα, το χρώμα,
και δεν πονάς, π’ αφάνισες, για ένα σου γινάτι,
μια ομορφιά που πρέπει της, αγνή και ραφινάτη,
να ζει αδούλωτη κι απέ, να ξεψυχάει στο χώμα.

Κι ακόμα λες, οι άνθρωποι, πως το 'χουνε συνήθεια,
τα λούλουδα να παίρνουνε, στο σπίτι για ‘μορφάδα…
Μα, δεν καταλαβαίνω ‘γω, ποια είν’ η νοστιμάδα,
στης ζήσης φτιασιδώματα, που κρύβουν την αλήθεια…

Νιώσ’ το, πως θα ‘ρθει η στιγμή, το λάγνο σου το χέρι,
ν’ αδράξει αβασάνιστα, να το παραπετάξει,
τι θα ‘χει πλέον μαραθεί, και θα ‘χει πια τινάξει,
τις χάρες κείνες που ‘καναν, να στήσεις του καρτέρι.

Άχ, στράφη πάν' τα λόγια μου, κι οι ορμηνιές χαμένες,
σαν βλέπω τ’ ωχροκίτρινο ανθί που ‘χεις στο χέρι…
Τα δάχτυλά σου μοιάζουνε, φαρμακερό μαχαίρι,
κι οι ροδανιές στενάζουνε, στον κήπο κουρσεμένες…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-10-2020