Δίφανη θάλασσα Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό Σαββατοκύριακο σε όλες και σε όλους Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Τα χρόνια του, τα τρυφερά, σφιχτά κομποδεμένα,
με θύμησες μιας θάλασσας, νερά της σιαρισμένα,
που είχαν για παιχνίδι τους, τ’ αχνάρια ν' αφανίζουν,
στην αμμουδιά σαν τ' άφηνε, το δρόμο να θυμίζουν…
Πώς, κάποτες, μολύβιζε, γκρίζα, σαν τα καράβια,
που φέρναν κοκκινόπετρα, στ’ αμπάρια τους, μ’ ευλάβεια,
στη σκάλα την απόδιαβη, κι ως άλλα που, με γόμο
την άσπρη σκόνη, γύρεβαν, για το βοριά, το δρόμο;
Και ζαφειρένια, πώς, φορές, χριζόταν η θωριά της,
κι οι ψαροπούλες, στις βραγιές του κύματου, σποριά της,
να ‘χουν στ’ ασήμι του νερού, τις ρίζες απλωμένες,
και κλαρικά, τις γάμπιες τους, του άνεμου δοσμένες;
Και, πώς, εκεί στο σύθαμπο, σ' οξώπετρας δρεπάνι,
να βλέπει και να μη μιλά, τα χείλια να δαγκάνει,
θαλασσοπούλια στο γιαλό, με δισταγμό να στέκουν,
και το μεράκι για νερό, με νάρκη τους να μπλέκουν;
Να ήταν κείνα τα πουλιά, που βλέπανε μαρνέροι,
με το λεβάντε ως φέβγαν, για της Τρινάκριας μέρη;
Να ήταν τούτα τα νερά, το πόδισμα ρότας τραχιάς,
για πόρτο, που το λούσο του παράβγαινε της προστυχιάς;
Ποτές του δεν τα ρώτησε, κι έμεινε με τα "μήπως"…
Στις πλάτες του, σπανά βουνά, της άσπρης πόλης γρίπος,
κι ο λύκος που 'χε μέσα του, τα πέρασε μια μέρα…
Μέστωσε η μικρή ζωή, σ’ ανάρμυρον αγέρα.
Γενήκαν χλωρονόμια του, ρέζιμα σταχωμένα,
καδέρνα με στρυφνά ψηφιά κι άρωμα ποτισμένα,
φορές γλυκό, δώρο καιρού, σ' αχνόξανθο χωράφι,
φορές βαρύ, από πετσί σπαρμένο με χρυσάφι.
Του πρωτοκλέφτη της φωτιάς, τ’ απόκρυφα, σοδιά του,
κι αλγόριθμοι που σκάρωσε, φορές, σε μια βαρδιά του,
αυτά τον φέραν, προβουλο, σ' ακρόκορφο βουνίσιο,
σε βίγλα, που δε σμίζεται αγέρι πελαγίσιο.
Μα στομωμένη η ζωή, στ’ απατηλά τιμάρια,
σε σατραπείες που ρουφάν ψυχή σαν τα σφουγγάρια.
Βερέμι του η θάλασσα, η ρήχια, η πραγαλή,
το σύγιαλο που γνώρισε, τη νιότη του τη ροδαλή.
Βραχνή η πίκρα μέσα του, της μοίρας αλυχτάει,
μ’ αυτή μουχρή, σ' ονειρεμό, αίστησες π' απατάει,
στέλνει μιαν αφροθάλασσα, βαθιά του να θεριεύει,
σε τόπους που αλισάχνη, ποτές της δε μελέβει.
Στανιά, του κόσμου χαρακιές, ανάσκιντα κεντάει,
σταγόνα τη σταγόνα της, κι όλο πισωπατάει,
απείθαρχη φουσκονεριά, δυσοίωνη, ζητώντας,
να λευτερώσει μ’ όργητα, αμμόπυργους τρυγώντας.
Θρύψαλλα η ανάσα της στα πάγανα τα βράχια,
και πίσω απ' την ομίχλη, ζόφου φραχτά τεμάχια.
Τα καπνισμένα σύννεφα, μάχονται των αχτίνων,
και μοιρολόγια γίνηκαν τραγούδια των σειρήνων.
Κύματα μισοκάμωτα, συντρίμια ημιτόνια,
σε γκάμες που ξαστόχησαν, με ρέμπελη διχόνοια,
για τα πρωτοσκιρτήματα, στ' ακρόγιαλου τα χνώτα,
δεν το μπορούν νανούρισμα, να σιάξουν, όπως πρώτα...
Κι ίσως, δεν βρουν απίλογο, της άνοιξης τα "μήπως"…
Χορτάτος ορυχτόζωα της μοίρας του ο κήπος,
που έχουνε για χούι τους, άναργα να πετρώνουν,
και κόσμους που αγάπησε, 'πιδέξια να πωρώνουν.
Τα χρόνια του, τ’ απόκαιρα, σέρτικα αργασμένα,
με άρμη πικροθάλασσας, νερά της αφρισμένα,
που μέσα του, δυσοίωνα κι αγάληνα φουσκώνουν,
κι απόριχτους ξερόκαβους, της ζήσης του, στοιχειώνουν. Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-10-2020 | |