Μουρμουρητό Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλή εβδομάδα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σταγόνες δειλινής βροχής, αδρές, όταν χτυπάνε,
το παραθύρι, μοιάζουνε, ωσάν να συντροφεύουν,
εκειό τον ανεπαίσθητο σκοπό, που τον αγρέβουν,
τα χείλια, απ' τις θύμησες, που μου κρυφομιλάνε.
Τις που, ατόφιες φτάνουνε, ως σερπετά ψυχάρια,
σμιγάδι με μοσκοβολιές, π’ αρνούνται να σβηστούνε,
και με γλυκά γρικήματα, κι αγγίγματα που ζούνε,
τρισποθητά κι ανάλαφρα, μέσα στου νου τ’ αρμάρια.
H ζύγρα, καθώς φαίνεται, τα κάνει κι αλαφιάζουν,
και στη μαθή τους ρέγουλα, σκιάζονται μη μουδιάσουν.
Προκρίνουν πως καλύτερα, κομμάτι να κοπιάσουν,
και σε χαβά μου μούρμουρο, τις νότες να ταιριάζουν.
Κι εγώ, πολύ αρέσκουμαι, οπού σιμοχνωτίζουν,
μοιάζουν πολύ με νέρατα, στη λίμνη της βραδιάς μου,
οπού ξενίζουν νύφαρα κι αζόλες τις καρδιάς μου,
και μούσκλια δεν ανέχουνται, να μου τη μαγαρίζουν.
Σαν ακουμπούν, απάνω μου, κάποιες κλεφτές ματιές τους
τ’ αποσπερνά στολίδια τους, σάμπως λαμποκοπάνε.
Με θώρια τους, μ’ ανασαιμιές, κατέχω πως ζητάνε,
τραγούδια μελοφέγγαρων, να φτάσουν ως τ’ αυτιά τους.
Σ’ απανωτά ξαμώματα, μ’ άγιανη νοσταλγία,
θα φτάσουν για να πάρουνε, μεράδι απ’ την άχνη,
την πρόσγλυκη του δειλινού, που, ίσως, μ’ αλισάχνη,
να ποτιζόταν, δίχως τους, στης μνήμης σμηνουργία.
Ας λείπουν τα σημάρματα και τα γλυκά παιγνίδια,
τους φτάνουν, το ψιψίρισμα και τ’ αγαλά τα λόγια,
για να φρανθούν, σαν να ‘χανε, χορτάτα μερολόγια,
ν’ ακούν, με ψήφες μάγιστρων, κι όχι χαράς πλανίδια.
Της ηδονής βαγιόνια τους, όταν θα κουμουλιάσουν,
θα τραβηχτούν, ως συνηθάν, στου νου μου τις μεσάντρες,
κι ίσως, φανούν, πάλι, δειλά, όταν βροχάδας χάντρες,
μουχλές, πάν’ στη φανέστρα μου, διαλέξουν ν’ απαγκιάσουν.
Κι εγώ, μ’ ένα ψιμόγελο αχνό μου, θα στυλώσω,
σε διάνεμα που λάτρεψα, ανάθαρρη ματιά μου,
Στα χείλια, δεν θα έχω, πια, πικρή δαγκαματιά μου,
και, μ’ αγκαθίτσας φλάουτο, φωνή μου, θ’ αδερφώσω. Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-10-2020 | |