Κόλαση Δημιουργός: Νικηφόρος Ουρανός 38 Καλό ξημέρωμα σε όλες τις φίλες και σε όλους τους φίλους! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κ Ο Λ Α Σ Η
Γέμισ’ ο κόσμος με διαβόλια και τριβόλια.
Τρέμουν οι μπάτσοι, τρέμουν και τα καρακόλια.
Τρέμει σαν έρχεται το βράδυ,
της μοναξιάς το φυλλοκάρδι,
μήπως τη βάλουνε απόψε στο σημάδι.
Αργεί η νύχτα την αυγή να ξημερώσει,
να δει ο κόσμος λίγο φως να ημερώσει.
Να βρει κουράγιο, κερί στον άγιο,
στης γειτονιάς το παρεκκλήσι να ανάψει.
Κι ύστερα ίσως, χωρίς πια μίσος,
να προσπαθήσει να γελάσει ή να κλάψει.
Σκληρές εικόνες απ’ την κόλαση του Δάντη,
έχουν περάσει στη ζωή μας με το γάντι.
Ο δούλος του Θεού νηστεύει,
που το φαΐ του λιγοστεύει,
και για να ζήσει ως και το Θεό ληστεύει.
Ληστείες, φόνοι, βιασμοί, γενοκτονίες,
στον εικοστό πρώτο αιώνα αγρυπνίες.
Διπλές αμπάρες, σίδερα, σκάρες,
για να γλυτώσουμε από τους κολασμένους.
Μαχαίρια, σφήνες και καραμπίνες,
για να σκοτώσουμε της γης τους πεινασμένους.
Σ’ ένα τραπέζι στρογγυλό συνεδριάζουν,
τύποι παράξενοι που με αηδιάζουν.
Ως το λαιμό είναι χορτάτοι,
τους έχει μπει όμως στο μάτι,
του πεινασμένου το ψωμί, ένα κομμάτι.
Αποφασίζουνε χωρίς τον ξενοδόχο,
και μας περνάνε στο λαιμό γερά το βρόγχο.
Σαΐνια πρώτης και ειδικότης,
αυτοί να τρώνε και οι άλλοι να πεινάνε.
Μαύρη θυσία, χωρίς ουσία,
έτσι τα χρόνια μας τα μίζερα κυλάνε.
Γιώργος Δ. Σ.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-12-2020 | |