Το Δεκαεννιαρικο Δημιουργός: ΑΒΕΡΟΗΣ, ΡΟΛΑΝΔΟΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ένα ουρί δεκαεννιάρικο
σαν χελιδόνι διαβατάρικο
έφερε την άνοιξη
στην άδεια τη ζωή μου.
Απ’ τα τσαλίμια και τα νάζια του
πετώ στα μάτια τα γαλάζια του,
μού’ χει γίνει όαση
στα βάθη της ερήμου.
Κι όπως θωρώ το δεκαεννιάρικο
με το κορμί του το παθιάρικο
στης γητειάς του πιάνομαι τ’ αδράχτι
ν’ απογίνω κάρβουνο και στάχτη.
Λίγο-λίγο θα με κάνει
το δεκαεννιάρικο
άρχοντα αντί αλάνι
με παλτό φτηνιάρικο
στης μαγείας του την πλάνη
να’ μαι στα ντουζένια μου,
μα να το’ χω σαν γιορντάνι
είν’ η μόνη έννοια μου.
Πάνω στην πίστα σαν σηκώνεται
Θέ μου πω-πω πως μερακλώνεται
γίνεται ηφαίστειου
πυρακτωμένη λάβα.
Τα δύο σαν κουνά τα χέρια του
με σεργιανάει στα λημέρια του
και κρατά στο βλέμμα του
αχ την καρδιά μου σκλάβα.
Κι όπως θωρώ το δεκαεννιάρικο
με το κορμί του το παθιάρικο
στης γητειάς του πιάνομαι τ’ αδράχτι
ν’ απογίνω κάρβουνο και στάχτη.
Λίγο-λίγο θα με κάνει
το δεκαεννιάρικο
άρχοντα αντί αλάνι
με παλτό φτηνιάρικο
στης μαγείας του την πλάνη
να’ μαι στα ντουζένια μου,
μα να το’ χω σαν γιορντάνι
είν’ η μόνη έννοια μου. Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-01-2021 |