Τίτλος: Θα γραφεί στο τέλος (3)

Δημιουργός: Gitana mia, Γ.Τ.

Ευλογημένα τα παιδιά που γεννήθηκαν κοντά στη φύση και ακόμη πιο ευλογημένα αυτά που γεννήθηκαν σε αγροτική οικογένεια.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κοντοστάθηκε για λίγο και στα αυτιά της ήρθαν ομιλίες από την τηλεόραση. Πάλι ειδήσεις βλέπει η μάνα, σκέφτεται. Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Άφησε τα μπαγάζια της μέσα απ΄την είσοδο. Θα μεριμνούσε για αυτά αργότερα. Τώρα είχε στο νου της να ανέβει επάνω και να δει τους δικούς της. Απελευθερώνεται απ την τσάντα της, ρίχνει το σακάκι της στην κουπαστή και ξαναγίνεται κοριτσάκι. Ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά, όπως τότε που ήταν μικρούλα. Οι ψηλοτάκουνες γόβες της δεν την εμπόδισαν να το κάνει, αφού επάνω σε τέτοιες περπατούσε απ τα δώδεκα της, από τότε που ένιωσε τη θηλυκότητα που έκρυβε μέσα της. Φτάνει στην κουζίνα. Μπαίνει μέσα και βλέπει τη μάνα στο καθιστικό που ήταν προέκταση της κουζίνας. Η μάνα της κατατρομαγμένη σηκώθηκε απότομα. Μόλις την είδε και κατάλαβε ποια ήταν χαμογέλασε και την αγκάλιασε. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για κάμποσα λεπτά. Η Ουρανία είχε κλειστά τα μάτια μέχρι που κάποια στιγμή τα άνοιξε. Πίσω απ την πλάτη της μάνας της είδε το κρεβάτι που βρισκόταν κατάκοιτος ο πατέρας της.
Αργά αργά ξεκρεμάστηκε απ την αγκαλιά της μάνας και πλησιάσε τον πατέρα της. Πώς είχε αλλάξει; Καθώς κάθισε πλάι του στο κρεβάτι πήρε το δεξί του χέρι μέσα στο δικό της. Κοιμόταν βαθιά. Το πρόσωπο του ήταν πιο αδύνατο τώρα. Δεν έτρωγε πια πολύ. Βλέπεις τα αλλεπάλληλα μικροϊσχαιμικά επεισόδια τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι. Η προχωρημένη άνοια πολλές φορές δεν του επέτρεπε να αναγνωρίζει τα πρόσωπα.

–Θα με αναγνωρίσει άραγε; αναρωτήθηκε. Ένα χαμόγελο νοσταλγίας χαράχτηκε στα χείλη της. Θυμήθηκε πως τον αποκαλούσε πολύ συχνά Λουί Ντεφινέ. Του έμοιαζε πάρα πολύ. Όταν ήταν μικρούλα θυμόταν πως όταν γύριζε εκείνος απ τα μαντριά ξάπλωνε ανάσκελα στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Εκείνη σκαρφάλωνε επάνω του και με τον δείκτη του λιλιπούτειου χεριού της του έκλεινε το ένα μάτι και του έλεγε: «Τώρα με ένα μάτιιι». Μάτια χάντρες, με το χρώμα της θάλασσας. Ίσως γιαυτό απ τα μικρά της χρόνια αγάπησε το χρώμα της θάλασσας και τελικά και την ίδια τη θάλασσα. Μια βαθιά ανάσα της ξέφυγε και ενδόμυχα τραγουδούσε το τραγούδι του Νομικού: «Θάλασσα Θάλασσα» .Ήταν η μόνη απ όλες τις αδερφές που είχε τόση άνεση με τον πατέρα της. Βλέπεις ως δεύτερο παιδί κατά σειρά , και κοντογεννημένο απ το πρώτο, που ήταν πολύ ευαίσθητο και καθιστούσε απαραίτητη την περίσσια φροντίδα της μάνας, η Ουρανίτσα κούρνιαζε στην πατρική αγκαλιά. Αλλά και ο πατέρας την έβλεπε σαν το αγόρι που δεν είχε. Απ τη φύση της εκείνη είχε κάτι απ την αγορίστικη ανεξαρτησία εκείνης της κοινωνικής εποχής. Συνήθως τον έπαιρνε το κατόπι. Γεωργοκτηνοτρόφος με μεγάλο κοπάδι αιγοπροβάτων έπαιρνε και την Ουρανίτσα μαζί του για να μπορέσει να ξαλαφρώσει τη γυναίκα του. Από κείνον και τον παππού της έμαθε πολλά πράγματα, κυρίως, για τη φύση.

Κάποια μέρα θα πάω στα μαντριά, σκέφτηκε. Ήθελε ξανά να μυρίσει, να δει, να νιώσει τη φύση. Να γίνει ένα μαζί της! να καθίσει κατάχαμα και να ξαναλερωθεί απ το χώμα, να απλώσει το χέρι της και να το χαιδέψει, να κλείσει στις παλάμες της βρεγμένο χώμα και να πλάσει μικρά κεφτεδάκια και να τα αφήσει να ψηθούν στον ήλιο και μετά να σηκώσει το κεφάλι και να τον δει κατάματα όπως έκανε παιδί. Να νιώσει μέσα της αυτή την έκσταση που όμοια της δεν υπάρχει. Έτσι ένιωθε. Σα κοίταζε ψηλά ζούσε με απόλυτο τρόπο την ικανότητα να κλείσει τον κόσμο ολάκερο μέσα στη χούφτα του ενός χεριού της. Και μετά θα ανέβαινε στην ψηλότερη κορφή και θα έβανε τα μικρά δάχτυλα κάτω απ τη γλώσσα της για να σφυρίξει, έτσι όπως της είχε μάθει ο πατέρας της. Πόσο της άρεσε να το κάνει αυτό, ειδικά όταν ανέβαιναν στα μαντριά που βρίσκονταν ψηλά στο βουνό. Σφύριζε και περίμενε τη φύση να την ανταμείψει με αντίλαλο. Ω, ναι! δεν μπορεί να ξεχάσει την αίσθηση της ελευθερίας που ένοιωθε τότε. Όπως τα πουλιά τιτιβίζουν στην γλώσσα τους και συνεννοούνται έτσι και αυτή έπιανε συζήτηση με την πλάση σφυρίζοντας. Κάποιες φορές άρθρωνε δυνατά τα φωνήεντα του αλφάβητου και η φύση της απαντούσε το ίδιο. Αυτό είναι μαγεία! Φώναζε δυνατά: «μπαμπάάάά» και εκείνος έτρεχε αλαφιασμένος νομίζοντας πως κάτι έπαθε η μικρούλα του. Μα εκείνη ήθελε μόνο να ακούσει τη φύση να της απαντά. Το ίδιο έκανε και με τη λέξη «παππού». Όταν τη μάλωσαν και οι δύο γιατί τους έκανε να τρέχουν εκείνη αποφάσισε να τους φωνάζει εναλλάξ. Όταν ήταν με τον πατέρα στο βουνό φωνάζε δυνατά τη λέξη «παππού» για να καταλάβει ο πατέρας πως έπαιζε με τη φύση. Και σα τύχαινε να βρίσκεται με τον παππού φώναζε το αντίθετο. Βέβαια στην αρχή το διασκέδαζε πολύ! Πάντα κρυφογελούσε όταν τους έβλεπε να τρέχουν.Αλλά τα αστεία έχουν και τα όρια τους. Μετά από ένα ωραίο μάλωμα δεν ξανατόλμησε να τους αναγκάσει να κάνουν κατοστάρια.

Όταν πάλι κατέβαιναν στα χωράφια όλη η οικογένεια μαζί, πάνω σε ένα κάρο που το έσερναν δυο υπέροχες φοράδες. Η Μάρμω και η Μαρία. Έτσι τις είχε ονομάσει ο πατέρας της. Το όνομα Μάρμω δανεικό απ την πρωταγωνίστρια της σειράς «Πανθέοι» που πρόβαλε εκείνη την εποχή ένα απ τα δύο μοναδικά κρατικά κανάλια. Το Μαρία απ τη μάνα της Ουρανίτσας. Προς τιμήν της έδωσε το όνομα. Ήταν μια φοράδα με αγέρωχη κορμοστασιά όπως η μάνα της, όμορφη όπως εκείνη, κουβαλούσε τα βάρη που της φόρτωναν όπως και η μάνα της κουβαλούσε τις ανάγκες ολωνών σε ένα βαρύ σπίτι. Και δεν αγκομαχούσε. Κοιτούσε να είναι εντάξει σε όλα. Νοικοκυρά, καλή μάνα και εξαιρετική μαγείρισσα. Πολλές φορές αυταρχική, ειδικά με την Ουρανίτσα, γιατί ήταν το πιο ατίθασο παιδί της οικογένειας. Εκεί λοιπόν, στα χωράφια απλώνονταν τα χοντρά λάστιχα της μηχανής του ποτίσματος, σα φίδια μέσα στα αυλάκια. Εκεί έπλαθε τα κεφτεδάκια με τα μικρά της χεράκια και τα απλωνε σε σειρά πάνω στο διαχωριστικό των αυλακιών ή καμιά φορά πάνω στο χορτάρι, πέρα απ το χωράφι. Εκεί που λίγο πριν είχε μαδήσει μαργαρίτες και χόρτα.


(Συνεχίζεται )



Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-02-2021