Αναμνήσεις

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό Σαββατοκύριακο σε όλες και σε όλους

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πως μοιάζουν, λέν’ πολύγνωροι, οι μνήμες, μ' αγερίνα,
του χρόνου, και πως φτάνουνε ως με ανάσα μπάτη,
να κάτσουνε απάλαφρα, στο νου μας τ' απελάτη,
τ' απόκοιτο, σαν οι καιροί, μπατάρουν στη ρουτίνα.

Λένε, πως είναι δολερές, κι από τις χαραμάδες,
της σκέψης μας, τρυπώνουνε, στης κρίσης τ' αργαστήρια,
ξαμώνοντας, πεισματικά, μια λίχνη αλιτήρια,
που ξύσαν απ' της ζήσης μας, αλλοτινούς καμβάδες.

Στο πούσι της ανάσας τους, αμόνοιαστο ταράφι,
από σκιανάδες κι αλαμπές, μεράκια και κιντέρια,
από λημέρια του σεβντά κι από καημού νυχτέρια,
από συμπόνιας αγκαλιές, ρήμια δίχως νισάφι.

Κουβάρι αξεμπέρδεφτο, στου πάσπαρου τις ράχες,
η παιδιοσύνη, σιγουριές, τόποι που μας γνωρίσαν,
τα όνειρα, οι δίσταξες, φιλιά που μας μεθύσαν,
ώρες πικρές μας, γονικά, λαβωματιές σε μάχες...

Τη μια σε στέλνουν να χαθείς στης τέρψης γλεντοκόπι,
μ' ατόρνευτα αρώματα, αψιά, των παιδικάτων,
με χρωμερά, τρεμόλαμπα, φώτα δροσάτων νιάτων,
με γέψεις από κόντιτο, κουφέτα και σιρόπι.

Την άλλη σ’ ορντινιάζουνε για μέρη, που ποτές σου,
να ξαναδείς δε θα 'θελες, στη σκοτινιά χωμένα,
όπου ψυχρά, δισήμαντα διανέματα, γιωμένα,
έλπιζες πως ξεχάστηκαν, πως δεν είν’ πια κριτές σου.

Γιατί, μαθές, οι θύμησες, χαιρέκακες μπορούνε,
να γίνουν, και εγώπαθων μικρών θεριών να μοιάσουν…
Φέρνουν παιδιών, που λαχταράς, σαν σου χαμογελάσουν,
μα δεν ξαργούν, για γούστο τους, ζούδια να τυραννούνε.

Μα, ποιός μπορεί να το σκεφτεί, δίχως τους, πως θα ζήσει;
Στις αναμνήσεις βρίσκουνται, των λογισμών θεμέλια,
κι αν δεν τους αντιβγαίνουμε, βουτάμε στην αφέλεια,
πως μες στο δείλος μπορετό, είν' λογική ν' ανθίσει...

Ωστόσο, και με δαύτηνε δεν έχουμε κοντράτο,
κι ούτε, ποτές, μας έβαλαν, ρήτρα για φρονιμάδα...
Άμα, λοιπόν, η σκέψη μας, κλειδώνει σε ζοφάδα,
αβάσταχτη, μια λύση είν' της τρέλας το ρηγάτο…

Αν κι η ζαβάδα, ύστατη ειν’ έξοδος κινδύνου...
Μ’ αυτήν, απόξω θα σταθείς, την πόρτα θα σφαλίσεις,
κι όλες τις αλγεινές τις σκιες, που τρέμεις θα ξορκίσεις,
για πάντα, δίχως χρωστιμιά για θρήνους μνημοσύνου…

Εκτός, αν είσαι απ' αυτούς που εύχονται να στήνουν,
με λέξεις, καστροπάλατα αμμουδερά, σε σπιάντζα,
από εκειούς που θέλουνε να 'χουνε την αβάντζα,
στη φαντασία, απλωσιές για τριγυριά, να δίνουν…

Που μ' άμμο απ' τις θύμησες χτίζουν αρχονταρίκια,
και μέσα στα πυργόσπιτα στοιβάζουν αναμνήσεις,
από ξαθέρια της τριβής, που ν' μπορετό ν' αγγίσεις,
κι είναι ανάμειχτων καιρών, τυχαίων, μαρτυρίκια.

Αυτοί, σε μια φουσκονεριά, βαθιά την πίστη έχουν,
πως. τίποτες, δεν πρόκειται να χάσουνε, στ' αλήθεια,
πολύτιμο, κι η πρόστυχη του κύματου απείθεια,
σβήνει μονάχα σύμβολα, τ' αρχοντικά αντέχουν.

Κι ακόμα το πιστέβουνε, πως είν' της μπορεσιάς τους,
το καραντί να στείλουνε ξοπίσω στη γαλήνη,
και πως γερά σαν θα χτιστούν, κύμα δε θα ξεπλύνει,
τα γαρμπερά τ' αμμόκαστρα, της ακροθαλασσιάς τους...

Αυτή τους η πεποίθηση είν' που τους ξεχωρίζει,
από το πλήθος κι απ' αυτούς που γλίστρησαν στην τρέλα.
Ίσως, γλυκιά, στην τσέπη τους, ξέμεινε καραμέλα,
απ' τα μικράτα, που μασάν, η μνήμη σαν αφρίζει...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-02-2021