Χειμώνας Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό χειμωνιάτικο μεσημέρι... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πουλιά μικρά, πουλιά φτωχά, πουλιά χαριτωμένα,
πού είναι τα λαλήματα, μες στους δροσάτους κάμπους;
Πού είναι το τραγούδι σας, σε πλάγια δασωμένα,
και η αθιβολή σας πού, στο πάστρεμα του θάμπους;
Γιατί μουδιάζουν παγερές, οι ρεματιές οι γαύρες,
και οι ιτιές δυνάζουνται, καημό φαρμακομύτη;
Γιατί της τσίχλας, μοναχά, στις ερημιές τις μαύρες,
τρελό κελάδισμα αχεί, και τσικλητάρας μύτη;
Είναι που κακοχειμωνιά, βαραίνει τα φτερά μας,
και τις φωλιές αφήνουμε, για τα ζεστά τα μέρη.
Μα πίσω πάλι θα μας δεις, όταν του απλοχέρη,
του βασιλιά, η αχτιδιά, ζεστάνει την καρδιά μας.
Βουνά σκιερά, βουνά τρανά, βουνά καμαρωμένα,
που ‘ναι τ’ ανθιά τα πλουμιστά, στα χλοερά σας φρύδια;
Που ‘ναι μελίσσια σερπετά, να βγούνε προκομμένα,
να διαγουμίσουν κέραθο, μ’ ακούραστα γλωσσίδια;
Γιατί λουφάζ’ η παντοχή, μες στα χολάτ΄ ελάτια,
κι οι θάμνοι στέκονται ξεροί, και τα δεντριά καμένα;
Γιατ’ είν’ κλειστά τα δέρβενα, κι όλα τα μονοπάτια
και στέκουνε τα διάσελα, βαριά καταχνιασμένα;
Είν’ που χειμώνας παγερός, μαραίνει τα λουλούδια,
και τους αρπάζει τη μοσκιά, και καίει το χορτάρι.
Μα θα βγει πάλι ροδαμός, και πράσινο βλαστάρι,
ο κούκος σαν θα ξαναπεί, μονότονα τραγούδια.
Θάλασσα δροσερή, στρωτή, και γλυκοκυματούσα,
πού είναι τα παιχνίδια σου, μες στα φιλιά του ήλιου;
Πού ‘ν’ η θερμή σου αγκαλιά, πνιγμένη μες στα λούσα,
που στέκονται ναφτόπουλων, η αφορμή εμφύλιου;
Γιατ’ είσαι μαύρη και θολή, κι αφρίζεις και μανιώνεις
κι είναι το κύμα σου βουνό, κι όλο ξεσπά στους κάβους;
Γιατί μαρνέρου την καρδιά, με τη θωριά μαργώνεις,
και θάβει μες στ’ αρμάρι του, μπούσουλες κι αστρολάβους;
Είναι χειμώνας και ξεσπά, ραχμάδα των νερών μου,
και μες στ’ ανεμοσάλεμα, θανατικό σκορπάω.
Μα θα ‘ρθουνε σιγανεμιές, και πάλι θα βλογάω,
τα μπάρκα των βαριόμοιρων, μελαχρινών παιδιών μου.
Ασύνορέ μου ουρανέ, λημέρι της ελπίδας,
πού είναι η αγαληνή, περούτζινη θωριά σου;
Πού είναι τα καμώματα, χαδούσας ηλιαχτίδας,
και που το σπιθοφέγγισμα, αστριών στην αγκαλιά σου;
Γιατί τα μαύρα σύγνεφα, σε κάνουν και βουρκώνεις,
και τς’ άκλειστές σου αγκαλιές, οι αστραψιές χαράζουν;
Γιατί μ' αντάρες μουχλερές, αβράδιαστος νυχτώνεις
και τα γιγάντια στήθια σου, οι φύσουνες ταράζουν;
Είν’ ο χειμώνας που ‘φτασε, και που δεν είχε δώρα,
άλλ’ από πάγους και βροχές, και δρόλαπες και χιόνια…
Μα θα τα δώσει τα κλειδιά, στη νύφη με τ’ αηδόνια,
του το μηνά η μυγδαλιά, πως έφτασεν η ώρα… Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-02-2021 | |