Ταξίδι

Δημιουργός: kotsani, Γιώργος Σοϊλεμεζίδης

Καλημέρα στους εραστές της όμορφης Ποίησης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Παρουσιάζω τη δική μου μετάφραση του πιο σπουδαίου ποιήματος της συλλογής «Τα άνθη του κακού» και γενικά το καλύτερο ποίημα (Le Voyage) το «Ταξίδι» του Σαρλ Μπωντλαίρ.
Πρέπει να ομολογήσω πως πολλά χρόνια πριν μεταφράζοντας τον Μπωντλαίρ (τότε μετέφρασα το «Αλμπατρός» και άλλα τρία ποιήματά του) μου φάνηκε πολύ μεγάλο και δυσκολονόητο το «Ταξίδι».
Πρόσφατα συζητώντας με τον μεγάλο Ρώσο ποιητή Μαρκ Βάινερ γνώρισα ότι ένα απ’ τα αγαπημένα ποιήματά του είναι το (Плавание) «Ταξίδι» μεταφρασμένο απ’ τη Μαρίνα Τσβετάγεβα ένα χρόνο πριν από την αυτοκτονία της.
Η πανδημία και η μοναχικότητα μου επέτρεψαν να το μεταφράσω μέσα σε δυο βδομάδες ευχάριστης και εντατικής δουλειάς. Τα κομμάτια 6, 7 και 8 αποτελούν το πιο σπουδαίο μέρος του ποιήματος.
Στην Ελλάδα ο Μπωντλαίρ είναι πάντα επίκαιρός. Στο Ιντερνέτ βρήκα αρκετές μεταφράσεις (εννοώ βιβλία) και μόνο μια καλή μετάφραση - κείμενο του 1928 του ποιητή Μανόλη Κανέλη.


Ταξίδι

Στον Μαξίμ ντυ Καν
1
Τη νύχτα τις χαλκογραφίες παρατηρεί προσεκτικά ο νεαρός,
Πις’ απ’ το κάθε κύμα ο ορίζοντας και πισ’ απ’ το ορίζοντα το κύμα.
Πόσο μεγάλος ο κόσμος τούτος μέσα στης λάμπας το φως!
Ενώ στη μνήμη των ματιών, ένα μικρό βήμα.

Σε μια άσχημη μέρα, μες στης ψυχής την αποδυνάμωση,
Μην αντέχοντας τη στενοχώρια, υπό τρίξιμο των αγκυρών,
Ανεβαίνουμε στο πλοίο και γίνεται η αξιόποινη αντάμωση:
Του ονείρου η απεραντοσύνη με την ακρότητα των ωκεανών.

Tι ειν’ αυτό που μας ωθεί στον δρόμο; Κάποιους, το μίσος για την πατρίδα,
Κάποιους η ανία της εστίας, τους άλλους που στη σκιά
Των βλεφαρίδων της Κίρκης άφησαν της ζωής μια μερίδα,
Με την ελπίδα να υπερασπίζουν τα χρόνια που έμειναν.

Για να μη γίνονται ζώα για της Κίρκης το ειδύλλιο,
Πλέουν μήνες με μουδιασμένα τα αισθήματα,
Μέχρι που τα εγκαύματα του πάγου και το καυτό το ήλιο
Δεν εξαλείψουν της μάγισσας των φιλιών τα κρυπτογραφήματα.

Ταξιδιώτές αληθινοί είναι αυτή που κολυμπούν χωρίς σκοπό.
Ταξιδιώτές, για να κολυμπούν! Αυτοί που καταβροχθίζουν τα μήκη προς…
Που κάθε αυγή γιορτάζουν το νεόσπιτο γαλαζωπό
Κι ακόμη και την ώρα του θανάτου, κοπανάνε: «Εμπρός!»

Κοίτα το σύννεφο: αυτό είναι μορφή των δικών τους ψυχών η ενδυμασία,
Όπως για την ψυχή η λευτεριά, έτσι και για τον νεαρό τα φιλιά,
Έτσι ο τόπος ποθητός για αυτούς, που ονομασία
Ως τώρα ακόμη δε βρήκε η ανθρώπινη μιλιά.

2
Τι φρίκη! Εμείς σαν κυλιομένη σφαίρα,
Περιστρεφόμαστε σαν σβούρες! Και στα όνειρα τ’ υδροκίνητα
Μας πυρετός τραντάζει, σαν ο Αρχάγγελος χορεύει σέρα,
Με το αόρατο σπαθί που μαστιγώνει ασυγκίνητα.

Ω! τι παράξενο παιχνίδι με το στόχο που σιγάει!
Αφού δεν είναι πουθενά. Μπορεί το σημάδι να είναι νοερό!
Παιχνίδι, όπου ο άνθρωπος τη σκιά κυνηγάει,
Το φάντασμα της βάρκας πάνω στ’ ανύπαρκτο νερό…

Η ψυχή μας, πλοίο που πλέει προς το Ελ Ντοράντο του παραμυθιού.
Στην ευδαίμων χώρα μας οδηγεί ο ταραγμένος εγκέφαλος.
Ξαφνικά, ανάμεσα στα βουνά, του άβυσσους του βυθού,
Κραυγή του ναύτη της βάρδιας: Παράδεισος! Ευδαιμονία! Όχι! ύφαλος…

Ένα μικρό νησάκι, που είδε το περίπολο-μπροστάρι,
Μας φαίνεται εύφορη η άγνωστη γη,
Νερό γαλάζιο και με σμαραγδένιο χορτάρι.
Βράχο βασάλτινο εμφανίζει η αυγή.

Ω! τιποτένιος βλάκας, που πάντα ουρλιάζει: Ακτή!
Να τρέφουμε αυτόν στα κύματα, ή τον βάζουμε τα σίδερα να γνωρίζει,
Αθώος ψεύτης, που σαν νέο ήπειρο ανακαλύπτει,
Απ’ την ανοησία του οποίου γίνεται η επιφάνεια του νερού γκρίζη.

Έτσι ο γέρος πεζοπόρος, τη νύχτα στο χαντάκι που περνά,
Καρφώνεται στο Όνειρο με όλη τη δύναμη της κόρης του ματιού.
Σ’ αυτόν αρκεί για να βλέπει το Παράδεισο καθαρά,
Στο κερί που τρεμοσβήνει μέσα στο παραθύρι του σπιτιού.

3
Θαυμάσιοι κολυμβητές! Τι θησαυροί αφηγήσεων
Ορθώνονται από τη θάλασσα, πιο βαθιά από τα μάτια!
Εμφανίστε ανοίγοντας το σεντούκι των αναμνήσεων,
Τιμαλφές που δεν είδε ούτε ο Ποσειδώνας στα γηράτια.

Απάγεται εμάς, εμπρός δίχως ατμό και του ιστίου τα ιμάτια!
Και δείξτε μας (πάνω στο τεντωμένο λινοπανί
Έτσι κάποτε το χέρι φανέρωνε στα μάτια)
Τις δικές σας οπτασίες πλαισιωμένα με το θαλασσί.

Τι είδατε εσείς, τι;
4
Της θάλασσας ρυτίδωση. Κι αστερισμούς,
Τα δαγκώματα οδυνηρά, του άμμου καυτού,
Των καταιγίδων τα λαβώματα, των χαρακτήρων τους υστερισμούς,
Αχ, δεν αξίζει να κρύβομαι κάτι, η ανία μας έβρισκε παντού.

Μοβ θάλασσα με ελαφρό μελτεμάκι,
Παραθαλάσσιες πόλεις, κατεστραμμένες από την πειρατεία,
Γεννούσανε μια θλίψη πιο σίγουρη απ’ το φαρμάκι,
Για να ξεψυχάς σαν ταξιδιώτης, από ναυτία.

Διάτρητες γέφυρες, διάσημο βαβυλώνιο;
Αλίμονο! Κανείς δεν έχει συγκρίνει κατασκευές - τοτέμ,
Που απ’ τα σύννεφα ανεγείρει η Περίπτωση-Δαιμόνιο…
Και άμβλυναν τα μάτια που είδαν το Εδέμ.

Από τις γλύκες γήινες, η λαχτάρα πιο σκληρή,
Το όνειρο είναι ο δρυς αιώνιος που τρέφεται από τη γη.
Όσο πιο υψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο μανιώδη η ορμή σφοδρή,
Να φτάσεις μέχρι τα ουράνια, που τον ήλιο και σελήνη χορηγεί.

Αυτό το δέντρο έχει το ύψος και τη ζωτικότητα του κυπαρισσιού,
Για σας εμείς φέραμε απ’ το ταξίδι ιδωμένο
Αυτήν την πρόσοψη, του παλατιού, αυτό το προφίλ του Παρισιού,
Σε σας στους οποίους το πράμα, όσο μακριά τόσο χαριτωμένο.

Χαιρετήσαμε τα ινδάλματα της μη σεμνοτυφίας,
Απ’ τους πορφυρούς πυλώνες, που αγναντεύουν τους ψωμοζήτες,
Ανάκτορα με τέτοιο σκάλισμα, με τέτοια ιδιοφυΐα της λιθογλυφίας,
Ώστε μόνο αν ονειρεύεστε θα χρεοκοπήσετε, κι ας είστε τράπεζήτες.

Απ’ το κρασί πιο πιστά ζαλίζουν τα στολίδια,
Των γυναικών βαμμένων με χιννά έως τα νύχι του ποδιού,
Και των ανδρών με ερπετά γυρ’ απ’ το σώμα, σαν δακτυλίδια.

5
Και μετά; Ακόμη!

6
Ω παιδικά μυαλά!...

Αλλά να μην ξεχάσουμε το άθροισμα για την πλεύση «εξωγήινη»:
Από τη ζούγκλα τη λιάνη, μέχρι το παγωμένο βρύο,
Παντού, παντού σε όλη την απλωσιά γήινη
Εμείς βλέπαμε της ίδιας της αμαρτίας το μαγειρείο:

Εκείνη η σκλάβα του κρεβατιού με παιδιαρίσματα της θηλυκιάς,
Που ορθώνεται πάνω στα κούτελα με φτέρνα,
Η σκλάβα του σκλάβου και στο καλύβι και στο κάστρο της παστρικιάς
Κληρονομικά, πάντα και παντού κυβέρνα!

Ο μάρτυρας με πληγές, ο βασανιστής ανθοστόλιστος του ναού,
Λαιμαργία πάνω στα αίματα και πάνω στα οστά χορούς,
Αποχαλίνωση τυράννων, αγογγυστία του λαού,
Άρχοντες που σπέρνουν φόβο, σκλάβοι βουνά απ’ τους σορούς.

Δέκα ή ίσως είκοσι θρησκείες ο ντουνιάς κουβαλάει,
Όλες οδηγούν στον παράδεισο και όλες προσάγουν στην αμαρτία!
Η αυταπάρνηση έτσι τα δεσμά φοράει,
Όπως ο συβαρίτης το μετάξι και τη γούνα η φιληδονία.

Φλύαρο γένος ανθρώπων, με μια ώρα δουλειάς καυχιέται.
Μαχητής πάντα στη μάχη χαμένος,
Πετάει στον Δημιουργό και μες απ’ την κόλαση καταριέται:
«Είμαι όμοιος με σένα! Δεν απαντάς!; Είσαι κι εσύ πεθαμένος;!»

Άπειρα μυαλά, εραστές της Τρέλας που έχει κυριέψει
Αποφάσισαν να συντομεύσουν της ανιαρής ημέρας το παθητικό
Και στο όπιο των θαλασσών βούτηξαν δίχως σκέψη.
Είναι της Μητέρας-Γης το προαιώνιο της ασθενείας το πιστοποιητικό!

7
Άγονο και πικρό των ταξιδιών το οικοσύστημα
Σήμερα κι αύριο μέχρι την παύση του φέρετρου,
Πάντα το ίδιο πρόσωπο μας συναντάει στο διάστημα:
Όαση φρίκης μέσα στην αμμουδιά του θέρετρου.

Να τρέχεις ή να κάθεσαι; Κάποιον καθηλώνει ο θρόνος.
Ο ένας κάθεται σαν τυφλοπόντικας, ο άλλος τρέχει,
Μόνο για να ξεγελάσει τον γέρο μοχθηρό, τον Χρόνο.
Υπάρχει φυλή, που σαν τον Αγασφέρ κίνδυνο διατρέχει.

Παντού στις θάλασσες και στην ξηρά οι τυχοδιώκτες κάνουν προσευχές
Και ο σκοπός να θάψουνε αυτό που λέγεται: ημέρα
Και δεν τους κάνει ούτε το ιστίο, ούτε ο ατμός. Υπάρχουν ψυχές,
Που μέσα στα φτωχόσπιτα νικάνε τον εχθρό κάθε μέρα.

Εκείνη τη στιγμή, όταν το κακό θα μας βρίσκει, όλη η πίστη
Θα επιστρέψει, και θα φωνάζουμε! «Εμπρός!» με ηχηρή κραυγή
Όπως στην απαρχή των αιώνων φεύγαμε για Θεό ή μύστη,
Και με την Αφροδίτη του προσώπου χαιρετώντας την αυγή.

Μέσα στο μελανό νερό, με θάλασσες λείες σαν βερνίκι
Εμείς χαρούμενοι από τον φόβο, πλέοντας ανάμεσα στα βράχια
Κι ακούγοντας φωνές σαν έρχονται από την Κώμη της Βερενίκης
Επικαλούμενες: «Εδώ! Εδώ!» σαν έβγαζαν ηχολαλίες τα βατράχια.

Να βιάζεστε! Εδώ του λωτού η υπέροχη ευωδιά,
Εδώ την καρδιά ξεδιψούν με το χυμό απ’ την πληγή.
Η μαγική καρποί σου ρίχνουν την ψυχή σε λησμονιά,
Εδώ ο ήλιος ποτέ δεν φεύγει απ’ τη γη.

Ω! δόλιες κουβέντες! Το μυστηριώδες νέκταρ της κολακείας!
Φαίνονται φίλοι με απλωμένο βλέμμα που υπόσχεται:
«Μέσα στα χέρια μας θα βρεις την κορυφή της ηρεμίας».
Από τα ξεχασμένα χείλη η έκκληση ακούγεται.

8
Ω!Χάρε, παλιοπλοίαρχε! Εμπρός! Στήσε το πανί,
Έγινε βαρετός αυτός ο τόπος! Μας περιμένουν άλλοι υφήλιοι!
Ας είναι μόνο το νερό και ο αέρας, πολύ πιο μαύρη οι ουρανοί,
Να ξέρεις, το στήθος μας λάμπει σαν χίλιοι ήλιοι!

Στον εξαπατημένο ταξιδιώτη άνοιξε τα δικά σου βάθη!
Εμείς ποθούμε να δούμε το πιο υψηλό κι αβυσσαλέο,
Στον πυθμένα σου να βουτάμε: Άδεις ή Εδέμ, τα ίδια πάθη!
Στου άγνωστου το βάθος, να βρίσκουμε το Νέο!

Κάρολος Μπωντλαίρ
Μετάφραση από τα γαλλικά στα ρωσικά Μαρίνα Τσβετάγεβα
Μετάφραση από τα ρωσικά στα ελληνικά Γιώργος Σοϊλεμεζίδης
1859 (1940)
19.03.21

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-03-2021