Κωνσταντινούπολη 1979

Δημιουργός: CHЯISTOS P, soɯıpǝʇuǝd soʇsıɹɥɔ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τα παρακάτω απόσπασμα αποτελεί αφηγηματικό κείμενο γραμμένο για προφορικό λόγο, χωρίς καμία λογοτεχνική απαίτηση και γράφτηκε μόνο και μόνο για να υπάρχει και να διατηρηθεί στη μνήμη μου ως γεγονός που έζησα.
Ελπίζω πως κάποια στιγμή, μαζί με τις υπάρχουσες φωτογραφίες, θα δημιουργήσω μερικά πιο εκλαϊκευμένα λευκώματα με πολλές εικόνες και πολύ λιγότερα κείμενα.

Κωνσταντινούπολη 1979

(Εισαγωγή)

Συνήθως τα ταξίδια που οργάνωνα για την Κωνσταντινούπολη απαρτίζονταν από 5 άτομα και αυτό είχε και το νόημά του : γιατί πέντε άτομα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα ταξί, πέντε άτομα θα μπορούσαν να πάρουν μία απόφαση με πλειοψηφία, και τέλος πάντων πέντε άτομα ήταν ότι πρέπει για ένα Hostel 6 κλινών, και επί πλέον ήμασταν μία πολύ ευκίνητη ομάδα.
Την εκδρομή την οργάνωνα εγώ, και εγώ είχα την ευθύνη του συνολικού κόστους της εκδρομής (της επιστροφής δλδ), και όσο ήταν δυνατό και την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του καθένα εκεί που θα πηγαίναμε, καθότι δεν ήταν μία ευρωπαϊκή χώρα, είχα όμως κάποια εμπειρία και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις τα κατάφερα. Τέτοιες εκδρομές, με διαφορετικές παρέες έκανα γύρω στις οκτώ.
Έβγαζα ανακοίνωση στη σχολή, στη φοιτητική λέσχη και στην βιβλιοθήκη, που πάνω κάτω έλεγε τα εξής :
[Όσοι αγαπάτε την περιπέτεια και θέλετε να κάνετε ένα φθηνό πενταήμερο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη μπορούμε να πάμε μαζί]
και έγγραφα το πού θα με βρουν -τότε κινητά δεν υπήρχαν βέβαια μα ούτε και σταθερό είχα.
Επίσης στην ανακοίνωση έγραφα και το κόστος της εκδρομής για 5 μέρες στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό που θα πλήρωνε ο καθένας περιλάμβανε τη μεταφορά και την επάνοδο, ξενοδοχείο για 4 βράδια, κάποια μουσεία, ξενάγηση και το δικό μου κέρδος. Το κόστος αυτό ήταν 199 δραχμές (το 1979). Από αυτή την αμοιβή που έπαιρνα από τους τέσσερις, εγώ έκανα βασικά το ταξίδι τζάμπα δεν έβγαζα βέβαια κέρδος, αυτό που με ενδιέφερε ήταν η παρέα και η εμπειρία.

(απόσπασμα)

Εκείνη τη φορά τον Φεβρουάριο του 1979, η συντροφιά αποτελούνταν από εμένα, την Ηρώ, τον Καμάλ, τον Mike και το Σάκη. Σαφώς και ήμασταν φίλοι από καιρό πριν ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι, έτσι άλλωστε γινόταν και με όλες τις παρέες που ταξιδεύαμε.

Το βασικό δρομολόγιο για την Κωνσταντινούπολη ήταν το εξής: Παίρναμε στις 12:00 το βράδυ το νυχτερινό λεωφορείο του ΟΣΕ από τον ΣΣ της Θεσσαλονίκης, που έφτανε στην Αλεξανδρούπολη γύρω στις 5:30 το πρωί. Εκείνη την ώρα από κάποιο άλλο πρακτορείο έφευγε τοπικό λεωφορείο όπου μας πήγαινε στους Κήπους όπου είναι το τελωνείο, περνούσαμε τον έλεγχο και την γέφυρα με τα πόδια και μετά από το τούρκικο τελωνείο παίρναμε ταξί μέχρι τα Ίψαλα που είναι το χωριό κοντά στα σύνορα. Από εκεί με τοπικό λεωφορείο φτάναμε στην Κεσάν, απ’ όπου περνάμε το μεγάλο λεωφορείο για την Κωνσταντινούπολη. Η επιστροφή ήταν με τρένο Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη, συνήθως βγάζαμε μέχρι Αλεξανδρούπολη και μετά ήμασταν στο τζάμπα...
Εκείνη τη φορά όμως ήμασταν τυχεροί γιατί στο τουρκικό τελωνείο βρήκαμε κάποιους που είχανε κλειστό βανάκι με ευρωπαϊκές πινακίδες που προθυμοποιήθηκαν να πάρουν τρεις από μας μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας τους άλλους δύο να βρούν άλλο μέσο.
Η ατυχία όμως ήταν ότι εκείνη την ώρα άρχισε να χιονίζει... Τέλος πάντων, σε μία πόλη σαν την Κωνσταντινούπολη των δεκατριών τότε εκατομμυρίων, να δώσεις ραντεβού με κάποιους που δεν την ξέρουν τίποτα, για να ξαναβρεθούμε, πού να το δώσεις;; Είπαμε για το πού και πώς θα βρεθούμε και πραγματικά δεν υπήρξε καμία δυσκολία από ότι φάνηκε στο τέλος - αυτό που λένε πως δυό ξένοι στην ίδια πόλη βρίσκονται !....-
Έφυγαν οι τρεις με το βανάκι κι εμείς οι δύο που μείναμε αφού δεν βρήκαμε να κάνουμε οτοστόπ πήγαμε με την συγκοινωνία όπως περιγράφτηκε παραπάνω.
Φτάσαμε τελικά και εμείς οι υπόλοιποι δύο στην Κωνσταντινούπολη και πήγαμε στο σημείο που δώσαμε ραντεβού που ήταν το μέσο της απόστασης ανάμεσα στην Αγία Σοφία και στο Μπλε Τζαμί, όπου εκεί πέρα υπήρχε ένα μεγάλο πάρκο. Σε κάθε περίπτωση που χανόμασταν πάντα έδινα ραντεβού σε αυτό το σημείο. Όμως οι τρεις φίλοι μας που έπρεπε να φτάσουν νωρίτερα από μας, δεν είχαν φτάσει και ήρθαν αρκετά αργότερα, που όπως μας είπαν το αυτοκίνητο που τους μετέφερε έπαθε ατύχημα λόγω του χιονιού και είχε βγει έξω από το δρόμο... Αφού τελικά ήταν σώοι και υγιείς, όλα καλά. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο ατύχημα που έχει συμβεί σε όλα τα ταξίδια που είχα κάνει στην Κωνσταντινούπολη. (λέμε τώρα..)
Βρεθήκαμε λοιπόν, τακτοποιηθήκαμε και ξεκουραστήκαμε στο Χόστελ (δεν θυμάμαι το όνομά του, μα άν ήμουνα στην Πόλη, νε τα πόδια θα το εύρισκα..) που συνήθιζα να πάω. Εκεί στο Χόστελ κάναμε το εξής : Είχε τρία διώροφα κρεβάτια τα οποία ενώναμε, στρώνουμε τα δικά μας σεντόνια και κοιμόμασταν στρωματσάδα και οι πέντε στο επάνω μέρος των κρεβατιών όπου είχε και την περισσότερη ζέστη.
την άλλη μέρα το πρόγραμμα είχε να κάνουμε έναν διερευνητικό περίπατο σε όσα σημεία της πόλης μπορούσαμε να φτάσουμε, γιατί είχε ρίξει χιόνι. Δεν μπήκαμε πουθενά για ξενάγηση, περάσαμε την γέφυρα του Γαλατά και ανηφορίσαμε προς την οδό Ιστικλάλ για να φτάσουμε την πλατεία Ταξίμ (το δικό μας Πέραν), μια απόσταση πάνω από έξι χιλιόμετρα με πολύ κόσμο και ποικίλα μαγαζιά, όμορφη διαδρομή να την περπατάς και να την βλέπεις !
Αρχίσαμε να επιστρέφουμε από την πλατεία Ταξίμ και κάπου εκεί στα μέσα περίπου της Istiklal μας έπιασε η νύχτα και έγινε κάτι τρομερό : Ξαφνικά ο κόσμος εξαφανίστηκε, τα μαγαζιά κλείσανε και εμείς μείναμε ολομόναχοι μέσα στο δρόμο.
Προχωράμε με βήμα γρήγορο προς το ξενοδοχείο, που ήταν τουλάχιστον 3 χιλιόμετρα μακριά, όταν παρουσιάστηκε μπροστά μας ένα στρατιωτικό φορτηγό πού από την καρότσα πήδηξαν οπλισμένοι στρατιώτες. Άρχισαν να φωνάζουν μπροστά μας κάνοντας χειρονομίες και είπα στα παιδιά να βγάλουμε τα διαβατήρια ψηλά και να λέμε πως είμαστε ξένοι τουρίστες. Αυτοί δεν μας πλησίασαν, αλλά μας έκαναν νόημα να φύγουμε από το δρόμο και να πάμε σε ένα διπλανό σοκάκι. Από το φόβο μας δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τίποτα διαφορετικό, πήγαμε προς το σοκάκι, το οποίο ήταν γεμάτο χιόνια, χωρίς να ξέρουμε το μέρος και μέσα σε άκρατη σκοτεινιά, χωρίς να ξέρουμε πραγματικά κατά πού πηγαίνουμε φτάσαμε, τελικά στο ξενοδοχείο γύρω στα μεσάνυχτα, κατατρομαγμένοι, κατακρυωμένοι και κατακουρασμένοι.
Και εκεί ήρθε το δεύτερο σοκ : Το ξενοδοχείο ήταν κλειδωμένο και κανένας δεν μπορούσε να μας απαντήσει και να ανοίξει... Με τα πολλά, όμως, κάποιος ξύπνησε, φιλοτιμήθηκε και μπήκαμε...
Ήταν η εποχή που ο στρατηγός Εβρέν είχε επιβάλλει στην Τουρκία στρατιωτικό νόμο και εμείς δεν το ξέραμε, για αυτό υπήρξε υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και κλείσιμο όλων των επιχειρήσεων νωρίς το βράδυ.
Την ίδια νύχτα τα ξημερώματα ακούσαμε πυροβολισμούς στους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Δεν μάθαμε πότε τι έγινε, κουρνιάσαμε χεσμένοι από τον φόβο μας, που κάποιοι χτυπούσαν και τις πόρτες των δωματίων....
.
.
.

Κωνσταντινούπολη 1979

Στριμωγμένοι στο μονό το σλιπιγκ μπαγκ οι δυο μας,
ήθελε προσπάθεια να ξεχωρίσουμε τα κορμιά μας.
Ήταν η ώρα που φτιάχναμε τις αναμνήσεις μας.
Κρατήσου γλυκιά μου, μην αναστενάζεις
ο Μάικ κι ο Καμάλ δίπλα κοιμούνται.

Πνίξε τα βογκητά σου κοριτσάκι
Κι ανέπνευσε εσύ όταν εκπνέω
Ήρεμα. Ήρεμα σου λέω.
Η νύχτα είναι ατέλειωτη σαν τα φιλιά μας.

Το χόστελ ήταν μια λύση οικονομική καλή μου.
Δεν μπόρεσα να σου προσφέρω πιο ζεστό κρεβάτι.
Κλείσε τα μάτια από νωρίς. Έξω έχει σκοτεινιάσει.
Στην Πόλη οι αύρες του Εβρέν γρυλίζουν πάλι
και αυλακώνουν το χιονάκι που έχει πέσει.

Σβήσε το πόθο και κοιμήσου
Ακινησία θέλει η βραδιά μας
Νιώσε μονάχα πώς ριγίζουν
τα ενωμένα τα κορμιά μας .
-.-
(1979)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-03-2021