Πώς γίνεται;

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Χριστός Ανέστη, παιδία των προαιώνιων Μυστηρίων...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Της πασχαλιάς ανάσταση, εξ' απ' το παραθύρι…
Μαβιά ανθάκια στο μπαξέ, μου λένε να ξεχάσω,
να θάψω πικροβάσανα, στης μνήμης κοιμητήρι,
σταβρώματα της ζήσης μου, στη στάχτη να σωριάσω…

Και να περάσω, άλλος πια, τρικάμαρο γιοφύρι,
κρασί καινούργιο να γευτώ, ελπίδα να σοδιάσω.
Αλλά, πώς γίνεται αυτό; Της άρνας το κροντήρι,
ποιος το κατέχει, μονομιάς, ν’ αδράξω να τ' αδειάσω;

Πώς είναι, τάχα, βολετό, κανένας να πεθάνει,
κι ύστερα να αναστηθεί, κι αποξαρχής ν’ ανθίσει;
Διδάχο, πού να βρω στη γης, ελπίδα να θερμάνει,
κανένας τους, δε θέλησε τη ζήση του ν' αφήσει...

Ωστόσο, καθώς φαίνεται, είν' όλα θέμα πίστης…
Της λογικής τα σύνεργα, δεν είναι καμωμένα,
να σεγοντάρουν να γενώ, ζήσης μου νιας ο χτίστης,
του λυτρωμού, δεν είν' σ' αυτή, θέμελα στεριωμένα…

Μήτε γιοφύρια στήνονται, με τα μαντολογίδια,
με ξόρκια, με σταβρώματα μ' αλάτια και με λάδια,
είναι, αυτά, απελπισιάς, ρέζιγα κεραμίδια,
μιας παντοχής εφήμερης, τα δολερά μαγνάδια.

Η πίστη είναι, πάντοτες, σ' αζίνα, λαγιασμένη,
σιμά, σε σπόρο άσβεστο, βαθιά μας φυτεμένο,
απ' όταν γεννηθήκαμε, κι υπόμονα προσμένει,
απάνω της να στρέψουμε, το βλέμμα χαηλωμένο.

Φτάνει να μην αφήσουμε, ποτές, να τη σκεπάσει,
η πούλβερη που σέρνουνε, τα θεριακά της ζήσης,
κι απάνω της σωριάζουνε, με λύσσα, και δειλιάσει,
και, σαν αχτίδα, σβήσει που, δέχεται χάδι δύσης.

Αν έτσι την προσέχουμε, ω, ναι θ' αναστηθούμε,
όταν θα το θελήσουμε, και θα διαβούμε πέρα,
σε άλλο κόσμο ζωντανό, αίφνης, θε να βρεθούμε,
και θα 'ναι Πάσχα και Λαμπρή, η καθεμιά μας μέρα…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-05-2021