Μαντατοφόρος Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλημέρα σε όλες και σε όλους. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Εκείνος, ο ανέγγιαγος, ο σφέντζος, που χτυπάει,
υπόμονα, το τζάμι μου, καθημερνώς, και φεύγει,
απ' το ζακόνι του αυτό, ποτές του, δεν ξεφεύγει
και το ‘χει, χαροκόπι του, να με καρδιοχτυπάει.
Με γκριζοκάναβη στολή, αγεροκολυμπάει,
και φτάνει ‘δω για βίζιτα, τις ώρες της γαλήνης,
όταν η σκέψη γίνεται, κομμάτι πλαστελίνης,
που να ζυμώσει το, του νου, η φούχτα, πολεμάει.
Κι απ’ τη βαθιά τη στόχαση, ο διάτσος μ’ αποσπάει,
με τα τσιμπολογήματα, με τ' άλικα τα μάτια,
που με κοιτούν πεισματικά, με θράσος, με ακράτεια,
με ψευτοφτερουγίσματα, αλλού πως, δήθεν, πάει…
Δεν ξέρω στο περβάζι μου, τι ψάχνει κι ακουμπάει…
Όταν αρχίζω και ρωτώ, σιωπά και μ’ αποφεύγει…
Στης βουκαμβίλιας το δασύ, το φύλλωμα προσφεύγει.
κι εκεί, μ’ αψύ τερέτισμα, στη σιγουριά, ξεσπάει.
Κι αν στης φανέστρας την ποδιά, του στρώσω το τραπέζι,
με σπόρια και με ψίχουλα, με πρόσγλυκα γλιγούδια,
δεν ξεγελιέται, και στριγκά, γυρίζει μου, τραγούδια,
ωσάν την καλοσύνη μου, ψυχρά, να περιπαίζει…
Αυτού του κακοφέρσιμου, τους λόγους δεν κατέχω,
γιαυτό, βαστώ στο μάνταλο, κορδέλα κρεμασμένη,
σκαρλάτη, λινομέταξη, με τέχνη υφασμένη,
ήσυχο το κεφάλι μου, καλού-κακού, να έχω.
Τι, ένα μίγιασμα κρυφό, βαραίνει το μυαλό μου,
πως μιαν αγάπη μου παλιά, μαντατοφόρο στέλνει,
και πως, παράπονα πικρά, η άμοιρη μου ψέλνει,
οπού την αναμέλεψα, κι ας θέλει το καλό μου...
Κι έρχεται ‘δω μ’ απόπαρμα, που πια δεν την προσέχω,
που τις λησμόνησα χαρές, και όρκους και παιχνίδια,
που κάντιες γίνανε στιγμές, άθλια αποσαρίδια,
και που σε άλλης αγκαλιάς το φλόγισμα προστρέχω…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-05-2021 | |