Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον

Δημιουργός: daponte, Σταύρος

Το συγκλονιστικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Γερμανού μυθιστοριογράφου Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ( 22 Ιουνίου 1898 - 25 Σεπτεμβρίου 1970)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (πραγματικό όνομα Έριχ Πάουλ Ρεμάρκ) επιστρατεύτηκε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ηλικία 18 ετών και πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο εναντίον Γάλλων και Άγγλων. Μετά το σοβαρό τραυματισμό του τον Ιούλιο του 1917 παρέμεινε σε στρατιωτικό νοσοκομείο μέχρι το τέλος του πολέμου.

Το 1929 δημοσίευσε το "Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον" στο οποίο αναπαρέστησε γλαφυρά τη φρίκη και τη ματαιότητα του πολέμου. Το μυθιστόρημα αυτό τον έκανε παγκοσμίως διάσημο, μεταφράστηκε σε 45 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1930 και στην τηλεόραση το 1979.
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος που αφηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο είναι ο Πάουλ Μπόιμερ που στρατολογείται μαζί με τους φίλους του σε ηλικία 18 ετών και υπηρετεί στο Δυτικό Μέτωπο.

(αποσπάσματα από το βιβλίο:)

"Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν' αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν' αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση."

"Τα τανκς έγιναν φοβερά όπλα. Κυλάνε σε μακριές γραμμές και σκορπάνε γύρω τους το θάνατο. Τα πυροβόλα που μας στέλνουν τα πυρά τους δεν τα βλέπουμε, οι επιτιθέμενες γραμμές του εχθρού (μέχρι τώρα) αποτελούνταν από ανθρώπους σαν κι εμάς. Μα τούτα είναι μηχανές… κυλάνε ανέπαφα μέσα σε λάκκους και ξαναβγαίνουν από κει ασυγκράτητα. Κι αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε μπροστά στην ασυγκράτητη ορμή τους. Τα χέρια μας γίνονται καλαμάκια, οι χειροβομβίδες ακίνδυνα σπίρτα"

"Στο κάτω πάτωμα έχουν όσους είναι πληγωμένοι στην κοιλιά, στη ραχοκοκαλιά, στο κεφάλι κι όσους έχουν κομμένα πόδια. Στη δεξιά πτέρυγα έχουν τους πληγωμένους στο σαγόνι, όσους έπαθαν από τα ασφυξιογόνα κι όσους χτυπήθηκαν στη μύτη στα αυτιά και στο λαιμό. Στην αριστερή πτέρυγα είναι οι τυφλοί, οι λαβωμένοι στα πνευμόνια, στη λεκάνη στα γεννητικά όργανα και στο στομάχι … Δυο φαντάροι πεθαίνουν από τέτανο. Το πετσί τους μελανιάζει και μόνο τα μάτια τους είναι ζωντανά. Βλέπω πληγές στα έντερα, που είναι διαρκώς γεμάτες ακαθαρσίες … και τούτο δω είναι ένας νοσοκομειακός σταθμός. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες σαν κι αυτό στη Γερμανία, εκατοντάδες χιλιάδες στη Γαλλία, εκατοντάδες χιλιάδες στη Ρωσία…Μόνο σαν βρεθείς σε νοσοκομείο, μπορείς να καταλάβεις τι πάει να πει πόλεμος"

"Έχει απομείνει μόνος με τη σύντομη ζωή του, των δεκαεννιά χρόνων και κλαίει καταλαβαίνοντας πως (η ζωή) τον αφήνει» μουσκεύοντας το πρόσωπο του με ένα βουβό κλάμα που ματώνει τις καρδιές των φίλων του, που ικετεύουν σιωπηλά «δεν θέλει να πεθάνει, μην τον αφήσετε να πεθάνει".

"Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο, κι όμως ξεσπά… θα γινόταν πόλεμος αν έλεγε όχι ο αυτοκράτορας; Ή ας πούμε είκοσι με τριάντα άλλοι σαν και δαύτον σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Τι λόγο έχει ένας Γάλλος κλειδαράς ή ένας Γάλλος παπουτσής να επιτεθεί εναντίον μας; Τελικά υπάρχουν άνθρωποι που τους συμφέρει ο πόλεμος… κι ένας σπουδαίος αυτοκράτορας χρειάζεται τουλάχιστον έναν πόλεμο για να γίνει διάσημος, το ίδιο και οι στρατηγοί. Διάβασε τα σχολικά βιβλία και θα δεις»

"Ο πόλεμος σμπαράλιασε το καθετί για μας. Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο … είμαστε 18 χρονών, ότι αρχίσαμε να αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε εναντίον τους. Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. …"

"Είμαι νέος είκοσι χρονών. Κι όμως από τη ζωή μου δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, το θάνατο, το φόβο και μια ατέλειωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα … υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Κι μαζί με εμένα τα βλέπουν όλα αυτά όλοι οι νέοι της ηλικίας μου, εδώ κι απέναντι (εννοώντας τις δυο αντίπαλες παρατάξεις), τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά …Χρόνια τώρα δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκοτώνουμε. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα. Από τη ζωή δεν μάθαμε παρά μόνο πως να σκοτώνουμε. Τι θα γίνει ύστερα από αυτά; Τι θα απογίνουμε;"

Ο ήρωας-αφηγητής Πάουλ Μπόιμερ σκοτώνεται μια μέρα του Οκτωβρίου του 1918, μια μέρα του πολέμου τόσο ήσυχη που το επίσημο στρατιωτικό ανακοινωθέν αναφέρει "Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον".




Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-06-2021