Ο μονόλογος ενός μελλοθάνατου Δημιουργός: MASTER Πέρασαν δυο μήνες...και η λησμονιά, έγκλημα είναι! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ζάλη...Θολά...τα πάντα θολά. Τελικά ανοίγουν αυτά τα μάτια. Το κλάμα...Δεν είναι δικό μου. Ακούω θορύβους. Μα τι βλέπω; Δεν ξέρω...όλα ακόμα θολά. Αλλά να! Μια ηλιαχτίδα φωτός. Άραγε του ήλιου είναι; Τώρα λίγο καλύτερα. Ακούω φωνές, κλάματα...κι ακόμη καλύτερα. Τώρα βλέπω, σχεδόν κανονικά. Το φως είναι από μια λάμπα. Απλώνεται χλωμό στους μουχλιασμένους τοίχους. Που είμαι; Τι δωμάτιο είναι αυτό; Πού είναι τα παράθυρά του; Δε βλέπω παράθυρα, δεν έχει παράθυρα! Πού είμαι;
Χαοτικά...νιώθω να μην κάθομαι πουθενά. Ένα χέρι...τώρα νομίζω καταλαβαίνω πως είμαι ξαπλωμένος. Ανάσκελα! Ένα χέρι πάνω απ' τα μάτια μου. Δεν είμαι μόνος! Αυτό κι αν είναι είδηση για το βασανισμένο μου μυαλό. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Το χέρι της είναι υγρό. Τώρα περνάει από το μέτωπό μου. Είναι σίγουρα γυναικείο χέρι. Αυτή η δροσιά στο μέτωπο...Νιώθω να ξαναζώ. Μου λέει να ηρεμήσω. Τι γλώσσα μιλάει; Πως την καταλαβαίνω, αφού δεν ξέρω τη γλώσσα της...;
Ανασηκώνομαι ελαφρά. Κι άλλος κόσμος γύρω γύρω. Δεν έχει παράθυρα. Κι εγώ συνεχίζω ν' ακούω θόρυβο. Νιώθω μια ζέστη και μια υγρασία, κάπου πάνω στο σώμα μου, στα πόδια μου. Τα αγγίζω, σα να μαθαίνω, τώρα, την ανατομία του σώματός μου, σα να ανακαλύπτω μια άλλη Αμερική...επικίνδυνη λέξη, απαγορευμένη...Το χέρι μου είναι κόκκινο. Το κοιτώ χωρίς να αντιδράσω. Δεν αντιλαμβάνομαι ακόμα. Το πόδι μου υγρο, το χέρι μου, που το πέρασα πάνω από το γόνατό μου, κόκκινο. Μυρίζω...αίμα. Το δικό μου. Θα αναγνώριζα τη μυρωδιά του ζεστού αίματός μου, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Ακόμα και από μυριωδιές αίματος κάποιων άλλων. Το αίμα μου...αργοκυλάει στα πλακάκια ενός δωματίου χωρίς παράθυρο. Φωνές, κλάματα, θόρυβοι. Μακρόσυρτοι και απότομοι.
Άνθρωποι...Γυναίκες με μαντήλες που κλαίνε και φωνάζουν. Άντρες, βρώμικοι, φτωχοί. Ζητούν να αφηθούν στο έλεος της μεγαλοσύνης του θεού τους. Αλλά όχι...Δεν υπάρχει έλεος σ' αυτήν τη γωνιά της γης. Παιδιά...παιδιά που έχουν φύγει από την αγκαλιά της μάνας τους και παίζουν. Πάιζουν...παίζουν τον πόλεμο! Οπλοπολυβόλα κάνουν τα μικρά τους τα χεράκια και πυροβολούν, στα ψεύτικα, το ένα το άλλο. Κι όμως...οι κρότοι των πυροβολισμών τους, πόσο αληθινοί ακούγονται. Τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν...τότε θα "παίζουν" με αληθινά όπλα, θα κάνουν πραγματικό πόλεμο. Όχι ψεύτικα, σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, μ' εμένα να κοιτώ σα βλάκας το τραυματισμένο μου πόδι. Δίπλα μου ένα ζευγάρι. Νέοι... Εκείνη, έχει σκύψει, έχει βάλει το κεφάλι της στο λαιμό του και κλαίει. Κι εκείνος, που κοιτά προς το μέρος μου, την αγκαλιάζει κι έχει ένα βλέμμα, τόσο άδειο, τόσο φριχτά άδειο...στρέφω αλλού το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να αντικρύζω το βλέμμα του. Το μισώ...το μισώ ίσως περισσότερο από τον έλικα του ελικοπτέρου, από τις σφαίρες που περνούν σφυρίζοντας από δίπλα μου, από τον αποκρουστικό ήχο που κάνουν οι ερπίστριες των τανκς, από τα κλάματα των γυναικών, τη βρωμιά των αντρών, τις άναρθρες κραυγές, τα παιδιά που παίζουν τον πόλεμο, για να ξέρουν πώς θα τον κάνουν καλά όταν θα μεγαλώσουν. Μισώ αυτό το βλέμμα πιο πολύ από το διαμελισμένο μου πόδι και απ' αυτό το άθλιο δωμάτιο, χωρίς παράθυρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς φυγή για μια ελευθερία. Δεν μπορώ, όμως, να μην το ξανακοιτάξω. Και το βλέπω πάλι μπροστά μου. Σαν τις πύλες της κόλασης, που σε λίγο θα βρεθώ.
Ένα βλέμμα, ένα άδειο βλέμμα, χιλιάδες πληγές, σφραγισμένες με αλάτι. Το ζευγάρι στη γωνία...όλοι μας...Μας περιμένει μια στιγμή...μια στιγμή ενός και μόνο θεού. Μια στιγμή...Η στιγμή! Η στιγμή του μεγάλου θανάτου. Θα μας τη χρεώσουν. Η ιστορία! Θα μας τη χρεώσουν άραγε τούτη τη στιγμή; Και ποιός θα δώσει...ρωτώ! Ποιός θα δώσει στο ζευγάρι αυτό, που έχω απέναντί μου, τους θανάτους...τους θανάτους τους μικρούς που δε θα προλάβει να ζήσει; Ποιός θα δώσει σ' αυτά τα παιδιά που παίζουν τον πόλεμο με τα χεράκια τους και τα δαχτυλάκια τους, τα πραγματικά όπλα, να τον στήσουν κανονικά και με το (θεϊκό) νόμο, όταν μεγαλώσουν; Έτσι απλά ρωτώ...Και ρωτώ επίσης...Αν κάποιος μπορούσε να επιλέξει κάποιο από τα δύο θα έδινε (γιατί υπάρχει κάποιος που έχει δικαίωμα επιλογής, ω ναι!) ποιό από τα δύο θα έδινε;
Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα...τι καταφύγιο θα ήταν αν είχε; Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα, δε θέλει κανείς να μας βλέπει που πεθαίνουμε, όταν γραβατωμένος παίρνει το πρωινό του. Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα...Καλύτερα! Η έξω φρίκη είναι χειρότερη από το ακρωτηριασμένο πόδι μου. Δε χρειάζεται να τη βλέπουμε κι αυτή. Ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, με ανθρώπους με άδεια βλέμματα, γυναίκες που κλαίνε και άντρες που προσεύχονται. Με τα παιδιά που σταμάτησαν να παίζουν τον πόλεμο, γιατί πεινάνε κι ένα ζευγάρι, που του αρνήθηκαν τον έρωτα. Το τέλος που αξίζει σ' όλους τους τρομοκράτες, σαν εμάς, όπου γης...
Ιστορία...γράφε! Πιάσε ένα μολύβι και γράφε...
Ιούλιος 2006, Ρώμη
(ή μήπως Βηρυτός;) Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-09-2006 | |