τίτλος: Θα γραφεί στο τέλος -10-

Δημιουργός: Gitana mia, Γ.Τ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

https://www.youtube.com/watch?v=JtiFcjGsF24&t=5s

Με μια βαθιά ανάσα ικανοποίησης έσφιξε το δεκάρικο στο αφράτο χεράκι της και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Ολοι ήταν επάνω στο κάρο, έτοιμοι να ξεκινήσουν για το χωράφι. Μμμμ, όμορφη μέρα. Ζεστή, τόσο όσο πρέπει για να απολαύσεις τη φύση και να τη γευτείς μέσα από βαθιές ανάσες. Στη διαδρομή ακουγόταν καμιά φορά η φωνή του πατέρα που κατεύθυνε τις φοράδες. Κανείς δε μιλούσε. Κάθε μέλος της οικογένειες ήταν χωμένο στις σκέψεις του.
Η Ουρανίτσα έσφιγγε και ξανάσφιγγε το δεκάρικο στο χεράκι της μέχρι που ίδρωσε και αναγκάστηκε να αλλάξει χέρι. Ήταν ευτυχισμένη. Σκεφτόταν πως θα αξιοποιούσε αυτό το τυχερό της και συγχρόνως απολάμβανε την διαδρομή κοιτώντας τριγύρω το πράσινο της φύσης , τα λουλούδια και γυάλιζαν τα ματάκια της, νοιώθοντας αναζωογονημένη απ τον καθαρό αέρα που εισέπνεε.
- Κορίτσια κατεβείτε, άκουσε να φωνάζει ο πατέρας της.
Ενώ όλοι οι άλλοι έπιασαν καθένας και από μια δουλειά, εκείνη κάθισε δίπλα στα στοιβαγμένα καλάμια. Τα είχε ετοιμάσει ο πατέρας για να στηρίξουν τις φασολιές την κατάλληλη ώρα. Ήταν πολλά, πάρα πολλά, τόσα που σχημάτιζαν ολόκληρο βουναλάκι.
Της άρεσε μερικές φορές να σκαρφαλώνει σε αυτά, να περπατά επάνω τους και να ακούγεται έτσι εκείνος ο ιδιαίτερος θόρυβος που κάνουν τα καλάμια μεταξύ τους όταν ενώνονται με βίαιο τρόπο.
Αυτή τη φορά, όμως , δεν γνώριζε πως κάτι στενάχωρο της επιφύλασσε αυτή της η αναρρίχηση. Καθώς προσπαθούσε να ανέβει, της γλύστρισε το δεκάρικο απ το ιδρωμένο χέρι της και χάθηκε μέσα στις καλαμιές.
Το προσωπάκι της σκοτείνιασε. -Πάει, ψιθύρισε ξέπνοα και ένα δάκρυ κύλησε απ τα καστανά ματάκια της. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Αντιδρώντας γρήγορα άρχισε να παραμερίζει τα πρώτα καλάμια, και παρόλο που είχαν μεγαλύτερο μήκος απ το μπόι της εκείνη τα σήκωνε και τα έβαζε παράμερα μπας και προλάβει το δεκάρικο αν είχε σκαλώσει κάπου κάτω απ αυτά .
Του κάκου όμως. Αφαντο το άτιμο. Σε λίγο από την κούραση παράτησε την προσπάθεια και καθόταν ακίνητη, καθισμένη πάνω στα υπόλοιπα. Δεν σκεφτόταν τίποτε. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε.
Μετά από ώρα την αναζήτησαν οι δικοί της. Ο πατέρας της ξεπρόβαλε μέσα απ τις φασολιές. -Ουρανίτσα, μην κάθεσαι τόση ώρα στον ήλιο, θα σου κάνει κακό. Αν θες πηγαινε κάτω απ τη μουριά. Έχει σκιά.

Η Ουρανία, σήκωσε το στενοχωρημένο μουτράκι της και τον ρώτησε: Μπαμπά, αυτά τα καλάμια πότε θα τα σηκώσεις από δω; -Μόλις μεγαλώσουν οι φασολιές κοριτσάκι μου, και θα χρειαστεί να τυλίξω τις κλωστές τους γύρω απ τα καλάμια.
- Γιατί ρωτάς; Έτσι μπαμπά,απάντησε εκείνη. Δεν είπε τίποτε άλλο, δεν ήθελε να πει, ήταν κάτι δικό της.

Πολλές ήταν οι μέρες που πέρασαν ώσπου ο μπαμπάς της να χρησιμοποιήσει τα πρώτα καλάμια. Η Ουρανίτσα πάντα δίπλα του, με τα μάτια ορθάνοιχτα μπας και δει το δεκάρικο.
Μια απ τις μέρες αυτές, σκεφτόταν.Αλλά ήταν ατέλειωτα τα καλάμια.
-Μπαμπά, δεν θα βάλεις άλλα καλάμια; Τον ρώτησε βλέποντας τον να καταγίνεται με άλλες δουλειές και να μην αγγίζει τα καλάμια.
-Όχι , Ουρανίτσα μου, δεν χρειάζονται άλλα.
-Αααα, και αυτά θα τα πάρεις από δω;
-Όχι κούκλα μου , όχι, εδώ θα μείνουν, ίσως χρειαστούν του χρόνου, τον άκουσε να λέει και η απογοήτευση ζωγραφίστηκε στο προσωπάκι της.

Του χρόνου λοιπόν, σκέφτηκε. Εντάξει, του χρόνου. Όταν σηκώσει και τα τελευταία καλάμια από κει ο πατέρας θα βρω το δεκάρικο, σκέφτηκε και ηρέμησε λίγο.
-Θα περιμένω, σιγοψιθύρισε.

(Συνεχίζεται)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-09-2021