Ο Γέρος που του πίναν το κρασί…

Δημιουργός: CHЯISTOS P, soɯıpǝʇuǝd soʇsıɹɥɔ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο Γέρος που του πίναν το κρασί…

Μόνος κι ανήμπορος ο γέρος στο μικρό
κι άδειο χαμόσπιτο που σέρνεται στη ζήση
να αχολογάει με παράπονο πικρό
μ’ όσα του άφησε ανέγγιχτα η φθίση.

Ότι τ’ απέμεινε, στο όλο του το βιός
ένα δωμάτιο με μνήμες σκονισμένες
από σκιρτήματα που χαίρονταν σαν νιός,
μα τώρα γίναν ιστορίες πονεμένες.

Ήταν λεβέντης ο γεράκος μας αυτός
κι ότι ήταν άξιος κανείς δεν αμφιβάλει,
ένας περήφανος, που έζησε, αϊτός,
μα τα γεράματα του πήραν την σκυτάλη.

Κι έγινε ξούφιος, με τα μάτια του θολά..
κάπως κατάκοιτος, μ’ ανήμπορα τα πόδια,
μα, η αλήθεια, πως δεν γύρευε πολλά
μονάχα λίγα, της τροφής του τα εφόδια..

Πρώτο που γύρευε, του ήταν το κρασί
γιατί αυτό τον βοηθούσε να γεράσει..
του ’δινε δύναμη και μνήμη περισσή
γιατί δεν ήθελε τα νιάτα να ξεχάσει !

Και όπως ήτανε ο έρμος, μοναχός,
όλοι για λίγο συντροφεύανε μαζί του,
κι ήταν πολλοί που τον προσέχαν, ευτυχώς !
με σαν αντάλλαγμα μια κούπα απ’ το κρασί του..

Μα όμως μόνο του, το γήρας, δυστυχώς
ποτέ δεν έρχεται χωρίς μια «καλησπέρα»
δίχως ν’ αφήσει μία στάμπα σαν μοιχός
που σε πηδάει –στα γεράματα- σαν τέρας..

Ίσως ή άνοια, λοιπόν, κι η ανημποριά,
σφήνες του κάρφωσαν μια μέρα στο κεφάλι
πως όσοι ερχόταν, δεν του κάναν συντροφιά..
μα, για να πιούν απ’ του κρασιού του τη φιάλη !

Έτσι τους έδιωξε, και πλέον πια κανείς
δεν ξαναπάτησε καθόλου στο τσαρσί του
κι έμεινε μόνος, βλοσυρός κι ημιθανής
αυτός ο Γέρος που του ..πίναν το κρασί του !..
-.-

Δημοσίευση στο stixoi.info: 03-11-2021