Το ζέφκι τ' αραπόσταρου Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό βράδυ σε όλες και σε όλους. Με το καλό η καινούργια βδομάδα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Στου Συκολόγου τα μισά, σ' ένα χωριό, αντέτι,
το έχουν ν' αδερφώνονται, σε γλεντερό ζιαφέτι,
και, σαν μισιροχώραφα, παιδοκομούν μπερκέτι,
με τη δεκάτη, καλιεργοί, θυμιάζουν το κισμέτι.
Κι οι χωριανοί, ντόπιοι, φερτοί, που κάνουν παραθέρι,
μαζέβονται με προσμονή, σαν παίρνει να σπερώνει,
σε ταβερνάκι χαμαδό, π' αυλόγυρος το ζώνει,
και μισεφτού, το σκάρωσε, κλήρα, ανοιχτοχέρη.
Οι γαλατούσες φτάνουνε, φορτί σ' ένα καμιόνι,
κι είναι τα κάρβουνα αφτά, σε μακρουλό μαγκάλι,
σε λάβρη τους, τις καρτερούν, σε φλόγινη αγκάλη,
για να τους δώσουν τη θωριά, που βλέμμα χαριτώνει.
Αγόρια φασαριόζικα, ανάγυρα στις θράκες,
και κοπελιές γελούμενες, τις ρόκες που γυρνούνε,
διεφτύνουν οι πρωτόγεροι, που όλοι τους τιμούνε,
πίνουνε τσίπουρο, κροτάν, με τα δαχτύλια, στράκες.
Τι, φτάνουν κει της μουσικής, ρετάλια, με τ’ αγέρι,
ως παίζει σιγαλόφωνα, κάποιο παλιό δισκάκι,
στο καπηλιό, κι οι κόρνες του, σκορπάνε το μεράκι,
σ' αϊτούς, που για σημάρματα, τους καίγεται το τζιέρι.
Οι συντροφιές απλώνονται, και πιάνουνε στασίδια,
σε τραπεζάκια, κυκλωτά, που ζώνουν χοροστάσι,
και καρτερούν, στην καθεμιά, με έξαψη, να φτάσει,
σειρά τους, για να λάβουνε, της προσφοράς μερίδια.
Μα ζέφκι, ποιός, με τα σωστά, νομίζει πως θα κάνει,
μ' έναν-δυο κούνους, φιλεφτούς, όσο κι αν είναι μέλι;
Ψητό αρνί, ορεχτικά, και μπρούσκο κοκκινέλι,
απ' την ταβέρνα, τη γιορτή, αλλάζουν σε κουρμπάνι…
Είν' τα τραπέζια ξέχειλα, μαζί και το δικό μας,
κι είναι οι κούκλες οι ψητές, καλάρεστα γλιγούδια...
Κι όσοι στο κέφι φτάνουνε, αρχίζουν τα τραγούδια,
της τάβλας, που για στόρισες, μιλούν, και ριζικό μας…
Κι εγώ κοιτάζω να 'βρω, ποιός δεν είναι, ποιός μας λείπει,
από αυτούς, που πρόσχαροι, εδώ, πρωτοστατούσαν,
οι που αντάμα, λέφτερα, αχ, γλυκoτραγουδούσαν,
οι που μας μάθαν του χορού, και δαμινό τερτίπι.
Δεν είν' εδώ ο μάστορης, της χτιστικής τεχνίτης,
την καψερή Αράχωβα, για κλέφτες να ρωτήσει,
και για πλατάνια, αχ, δασιά, να αργοτραγουδήσει,
δεν το βαστάν τα πόδια του, για να ‘ναι παρωρίτης.
Δεν είν' αρχοντοτσέλιγκας, για τις ψηλές ραχούλες,
που τις πατά η λεβεντιά, να κάνει πως ζηλέβει,
κι απέ τον κύκλο να τραβά, να παίρνει να χορέβει,
για των παλληκαράτων του, που διάβηκαν, μερούλες.
Δε φαίνεται νησιώτισσα, που χόρεβε τον μπάλο,
και με χαμόγελο γλυκό, αέρινα γλιστρούσε,
που με ναξιώτικο συρτό, σεμνά τρεχοπετούσε,
σκορπίζοντας το κέφι της, με το λαφρύ της ζάλο.
Δεν είναι ο πρωτοβοσκός, ο σύντεκνος του μύρου,
για τα ψηλά, τ' απάτητα, βουνά να μας χορέψει,
και για τις χάρες που 'χουνε, να μας γλυκορμηνέψει,
αξιόπρεπος, βαθύγνωρος, στην κεφαλή του γύρου.
Δεν είν’ κι ο πατεράκης μου, που τ’ άρεθαν καγκέλια,
με συρτοκαλαματιανό π' αρχίζουν, και γοργέβουν,
και τα τσαλίμια ζεβγαριών, απ' τη ζωή κουρσέβουν,
της βακχικής, δυο στάματα, μέσα στης άψης γέλια.
Ο στερεμός τους μας πατά, και η λειψιά μας δέρνει,
μα, όλων μοίρα άσπαστη, γράφει θέρο και τρύγο...
Κι εμείς, που μας αφήσανε στο πόδι τους για λίγο,
τις μνήμες, ας μεθύσουμε, φωνάχτε τον πιγκέρνη…
Και πείτε του, για τ’ άργανα και τα γλυκά παιχνίδια,
πιο δυνατά να παίζουνε, τι 'ρθε χορού η ώρα,
και οι κουμπάνιες θέλουνε, σε χοροστάσι, φόρα,
να πνίξουνε τα ντέρτια τους, να διώξουν τα σκοτίδια.
Το χόρεμα σαν θα στηθεί, και βγούνε τα μαντήλια,
σύρτε, παιδιά μου, γίνετε κρικέλες αλυσίδας,
όσο να φτάσει η στιγμή, να βάλετε σφραγίδας,
αχνάποδα, με φούρλες σας, στης Τερψιχόρης χείλια.
Χόρεψε, γιε μου, κλέφτικο, αργά, για να καφχιέμαι,
τρεις λαμπαδούλες στο χορό, η μια απόψε λείπει,
κι αν πόνο έχω στην καρδιά, κι αν με τρυγά η λύπη,
σαν θα ‘μπεις πρωτοχορεφτής, εγώ παρηγοριέμαι.
Χόρεψε, τσούπα μ’, το συρτό, τα βήματά σου βιάσε,
καθώς αλλάζει ο σκοπός, όπως το χαμηλάκι
κράτα κεφάλι σου ψηλά, κούνα το μαντηλάκι,
και αδερφής σου γέμελης, αχ, το χεράκι, πιάσε.
Χόρεψε, θύγω μ’, τον κοφτό, στον τόπο που κοπάζει,
κι ως στέκεται απρόσμενα, ξάφνω ξαναρχαρίζει,
αν με κοντοκρατήματα, τη χάρη θησαυρίζει,
ως σέρνεις συ τον κάβο του, η γης αναστενάζει.
Χοροβατάτε και τη γης με πόδια να χτυπάτε,
της πρέπει τέτοιο φέρσιμο, τι όλους θα μας φάει,
κι από τους αρχινούς, κανείς, άλληνε δεν ψηφάει,
καλύτερή του μνημονιά, σαν νιώθουν πως γλεντάτε…
Η αβγηνάδα σαν φανεί, στην κούλα θα γυρνάμε,
βαστώντας μέσα στο μυαλό, νοστάλγια, και αντάμα,
μιαν αίστηση παράξενη, πως κάναμε το τάμα,
του χρόνου, σ' αραπόσταρου, γιορτή να ξαναπάμε… Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-11-2021 | |