Χαραμάδα Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλησπέρα σε όλες και σε όλους. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Αν τα ταιριάξουν οι καιροί, να κάνουν λίγο τόπο,
σε δυο βολιές, ανάμεσα, ν’ αφήσουν χαραμάδα,
δεν θα φανώ ανάμελος, θα τόνε βρω τον τρόπο,
να στήσω μιαν αλλιώτικη ζωή, στη γαληνάδα...
Θα πιάσω να θηκιάσω ‘κεί, ανεδοσιά να βρούνε,
της φαντασιάς τα σκούφαρα, του νου μου τ’ αρμυρίκια,
σεβντάδες μου για θάλασσες, κι άπαθες να γλιστρούνε,
μέρες μου ασυνέφιαστες, νυχτιές σ’ αστριών τσιφλίκια.
Θα σιάξω την πελάδα μου, στα πόδια μιας αμμούδας,
πνιγμένης απ' τα μυόπορα, τους κίστους, τις αγάβες,
στην άρμη, που προσμένουνε, τ' άγγιγμα πεταλούδας,
κλεφτές ματιές μου, σα βαστούν, με λούλουδά τους, σκλάβες.
Τα κύματα θα στέλνουνε, το κόρο των φωνών τους,
απανωτούς ογρούς παλμούς, αρχαρικής καμπάνας,
μες στης ερήμου την καρδιά, και των αφροζωνών τους
ξόμπλια, διαμαντοστάματα θελέσπιας νερομάνας.
Οι σμίλες τους οι ασημιές, μαχαίρια θα σκαλίζουν,
σε ντρένια βράχια, απρόσεχτα, κολήγες μπρούσκας μνήμης,
και γέλια τους βουρβουλιστά, ξοπίσω, θα φλοισβίζουν,
ρεσάλτων τους, σ’ ακρόγιαλα, στην εμπνοή μιας πλήμμης.
Στα πόδια μου θα φτάνουνε, καράβωλοι, πορφύνες,
κουριόζοι κόχυλες, τ’ αφρού οστρακωτές τσιγγάνες,
κι αχινομάνες, τσαγανοί, θα χάνουνται στις δίνες,
ξαμώνοντας πλουσιόθωρες φυκιάδες και τραγάνες.
Θα γλείφουν τα δαχτύλια μου, οι γλώσσες του κυμάτου,
θα βλέπω τα λιογέρματα, πως θ’ αργοπορφυρίζουν,
μοναχικά μου βήματα, στην άμμο, περιπάτου,
για συνοδιά θα έχουνε, βγαλσιές που γουργουρίζουν.
Δε θ’ άψω κει τρανές φωτιές, σωσμό δε θα ζητήσω,
από ποστάλια ταχτικά, διάβικα ποντοπόρα,
τι να την κάνω μια ζωή, μες σ' ανιαρό της ίσο,
μου φτάνει τούτη η αχτή, με ταπεινά της δώρα.
Φανό θ' αφήσω, μοναχά, σε κάβο αναμμένο,
σαν θα θελήσεις να με βρεις, το δρόμο να σου δείξει.
Μπορεί, κι εσένα, οι καιροί, για τόπο μαγεμένο,
να φίλεψαν, με χαραγή, σε ζήση μες την πλήξη…
Και σαν με βρεις, ανήμενε, να σε κατατοπίσω,
με τρόπο ξάστερο, για τα, που θα ‘χω κει στημένα.,
Θα είναι της αρέσκειας σου, κι άσε με να σε μυήσω,
το νιώθω πως δε θα τα βρεις, ονείρατα χαμένα…
Στο άγιο δισκοπότηρο, τ’ ονείρου μας, ανάμα,
θε να βλογήσω, κι απ’ αυτό, ευτύς θα κοινωνήσεις,
μιας ζήσης, που την έσπρωξες, πνιγμένη μες στο κλάμα,
τους πικραμούς, τα τέρμενα, αχ, ν’ απολησμονήσεις.
Θα θάψω, τότες, σύνεργα ρισκάδας ναυτοσύνης,
και ριζικού μου, χρεία πια, δε θα ‘χω οιωνοσκόπο,
αν μας δοθεί κάποια σταλιά, χρωστίμιας καλοσύνης,
αν καταφέρουν οι καιροί να κάνουν λίγο τόπο… Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-11-2021 | |