Δραπέτης Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό απόγευμα σε όλες και σε όλους. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Βούρες σφιγμένες, ξυλιασμένες, στα καρπόχερα, αίμα,
που γραμμίζει βραχιόνια, με δασιό σκαρλάτο πλέμα.
Καρδιοκόκκαλα νταγιαντούν, κεφάλια προσπεσμένα,
να τηράξουν, τριγύρω, δεν μπορούν μάτια σωμένα…
Μήτε αλήθεια, να ξεκρίνουν μπορούν, μήτε χάλτι,
φως θαμπό, είν' αμπόδεμα, στο σπήλιο του βασάλτη.
Σε τόπο σκότινο, ρηχό, ψεφτιές απαφισμένες
σε τοίχια πετρανά, από φασμάτων σκιες, σκαμμένες.
Μα, να, κάποιος λυτρώνεται από τις αλυσίδες,
μ' αγκυλωμένα γόνατα, που τα σφάζουν λεπίδες,
κι αφήνει πίσω τους σκυφτούς, τους εξουθενωμένους,
τους, μ' άθλια τους κατάσταση, κάπως συμφιλιωμένους.
Τους πόνους απαριάζοντας, βράχια ανηφορέβει,
φως μακρινό, π' αχνόφεγγε, στην τρύπα του, γυρέβει.
Σαν φτάνει στο βραχόκορφο, είν' καταματωμένος,
από κάθε ανάκαρο, που είχε, ξαγγλισμένος.
Ζαλάδα συνεπαίρνει-τον, η φρύξη είν' μαρτύριο,
κι ο ουρανός, ανάφλογος, πρωτόφαντο μυστήριο.
Ήλιος περίλαμπρος, πυρός, την ορασιά κουρσέβει,
από μάτια πολύστεγνα, που δάκρυ δε μουσκέβει.
Ματόφυλλα, μες σε πληγές και κρούστες, μιναδόροι
ματιών που αρμονίζουνε, με ξένης γης το θώρι,
μιας χώρας, που τα χρωμερά λιβάδια ζωγραφίζουν,
που αμμουδιές τη ζώνουνε, θάλασσες που γυαλίζουν.
Αλλοπαρμένος στέκεται, μπροστά στα που νεδιάζει,
σ' αλήθειες που παράμπροστα, δεν μπόριε νους ν' αργάζει.
Κι ομώνει, τον ανασωσμό, στους που σπηλιά κουμάζει,
να φέρει, τι η άγνοια τους, τώρα πια τον ντροπιάζει.
Στο ριζοσπήλι σαν γυρνά, με γνώση συναγμένη,
δεν τα ψηφούν, τα λόγια του, οι αλυσσοδεμένοι...
Θαρρούν πως είναι ψέμματα, ή βούληση δεν έχουν,
ν' ανέβουν σάρες με κοντριά, αρνούνται πως αντέχουν...
Κι αυτός που είδε θάματα, που γνώρισε αλήθειες,
θέλει αβέρτους ουρανούς, κι όχι σγουμπών συνήθειες.
Να γείρει πίσω δεν μπορεί, στο σκηνικό εκείνο,
που τις καλπιές ξενίζει σκιων, και της σκλαβιάς καρκίνο.
Πιάνει ξανά ανήφορους, σ' απλοτοπιές να φτάσει,
τη γνώση που πολύ ποθεί, να βρει και να χορτάσει.
Σκλάβος δεν είν' πια της σπηλιάς, της μοίρας του επαίτης,
από θαφιό παράλογο, στο βέρο, είν' δραπέτης.
Ας μην του γένει χρουστικό, που δεν τον πολυνοιάζουν,
αυτοί που τους ορμήνεψε, και μείναν να στενάζουν.
Είχαν την ευκαιρία τους, μα σκιάχτηκαν τους κόπους,
προτίμησαν τους στύγινους, της βολικάδας τόπους… Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-12-2021 | |