Κίτικη βροχή Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλό απόγευμα, καλή εβδομάδα, στρωτή επάνοδος στη ρουτίνα. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κίτικη είναι η βροχή, στης νιότης μου τον τόπο,
της άρμης το γειτόνεμα, νομίζω, τη δειλιαίνει.
Κι αν είν’ οι θύμιες μου σωστές, είν' πάντα αγχωμένη,
ως να γεννιέται, πρόστυχα, μ' άσκημο ωροσκόπο.
Με τις ανάσες του γαρμπή, ωστόσο, βρίσκει τρόπο,
να φτάνει, με ψιχάλα της, τη σκόνη φορτωμένη,
και να ραντίζει τις ελιές, τα σκίνα, γης ζωσμένη,
από φτενές, σπανές πλαγιές, και κύμα καιροσκόπο.
Να φτάνει κει χατηρική, στις χαρουπιές, στα ρείκια,
στις πικροδάφνες, στις συκιές, στις ώριες μπουκαμβίλιες,
που ζώνουν σπίτια κάτασπρα με τις χολάτες γρίλιες,
και στα κλαριά ευκάλυπτων, σιμών με τ' αρμυρίκια.
Γοργή, βιαζούμενη περνά, τ' ακροθαλάσσι θίγει,
και το στοιχιό π' αφροκοπά, για λίγο μαστιγώνει,
ωσάν ηλέκτρειο σύμπλεγμα, ψυχή της να οσκρώνει,
για τ' ουρανού την προσοχή, μα σειρικό τις σμίγει.
Σαν πάψει η συνερισιά, απ' την ξανθή αμμούδα,
η στίλβη έχει πια χαθεί, το χρώμα της μουτίζει,
σε λασπωμένο καναβό, το κανελί π' αγγίζει,
στο χρώμα όπου καταντά κλούστικου μήλου φλούδα.
Και κείνη που βαστά σφιχτά, στα σπλάχνα της την κάψη,
μιας αιθριακής, και πρόσκαιρα, στέκεται τυφλωμένη,
η χειμωνιάτικη αχτή, μου μοιάζει ζαρωμένη,
και μέρα μου, με χρώματα ντρένια, πια έχει βάψει.
Σύθολος ήλιος με κοιτά, ανήμπορος να πάρει,
τη ζύγρα απ' τ' απόβρεχο, του Καλαντάρη, γιόμα,
αργεί ακόμα να δειχτεί, λαμπρό, της μέρας διώμα,
βάφει τις ώρες της μουντές, κάποιο χλωμό αστάρι.
Μονάχα, ασημόγλαροι τους επιστάτες κάνουν,
πετώντας στον χειμωνικό, αθατερό ουρανό,
κι οι κράγοι τους παρηγοριά, σκορπίζουν στο αδειανό,
το σύγιαλο, φουσκονεριάς τζιρίτια, όπου, σκάνουν.
Και τα σκαλίδια π' οδηγούν, στου μώλου το δρεπάνι,
γλιτζιάζουν απ' των μούκουρων κουβάρια, που σαπίζουν
αρρωστημένα, πράσινα, μα μοιάζουν να φεγγρίζουν,
εκεί ως στέκουν, καρσινά, στης εμπασιάς μελάνι.
Των σκούφαρων αποχρωμιές, ματώνουνε το νου μου,
σαν δρογγεμένα βλέπω τα, εκεί να πορφυρίζουν.
Σούλφανο κι αλισάχνη, τη μύτη μου ερεθίζουν,
χαϊδολογούν αναπνοές, του κοντοδείλινού μου.
Φλοίσβος, λισβός, της θάλασσας, σε παφλασμό γυρίζει,
και φέρνει μου μηνύματα, από αχτές αγνάντιες.
Με δασκαλέβει, κραίνοντας, οι ώρες είν' ενάντιες,
μόνος, εκεί στ’ ακρόγιαλο, κάποιος να βηματίζει.
Ματιά ρίχνω στα σύγυρα και νείρουμαι, ατός μου,
στην άμμο ότι σεργιανώ, σε κοντινό περγιάλι,
κι οι σκέψεις μου φτερίζουνε, από θερμό κεφάλι,
στου πέλαγου την αγκαλιά, σε μια λουφιά του κόσμου.
Μόνο εσύ στο πλάϊ μου έρχεσαι και στυλώνεις,
απάνω μου με προσμονή, τα δυο μελιά σου μάτια,
κι από ασπρόχαιτα, γοργά, της κυματούσας άτια,
βλέμμα μου μ' αναστεναγμό, να πάρεις, κατορθώνεις
Και γέρνω πίσω χατιρτζής, για φίλεμα της φύσης,
τέτοιο που κλείνει μέσα του, ανείπωτη γλυκάδα.
Και πάνω απ΄τον ώμο μου, στην αμμουδιά, αράδα
κοιτώ, π' αφήσαν χνάρια μας, στο φτάσιμο μιας δύσης.
Αυτό, ωστόσο, είν' απλά, κάποια θερμή μου ευχή,
τι, είν΄ ακόμα χειμωνιά, και η μαγιά θ' αργήσει,
και το μυαλό μου τ' άνταφλο, χρωστά να συνηθίσει
σ' όσα αφήνει πίσω της, τούτη η κίτικη βροχή... Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-01-2022 | |