Ο μαχαλάς Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης Καλημέρα σε όλες και σε όλους. Προς τιμήν Ιωάννη Κ. Αγγελόπουλου, του τελευταίου γείτονά μου, στο χωριουδάκι που με γέννησε. Επειδή, υπάρχει, ακόμη, και μια άλλη Ελλάδα... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Στο χωριδάκι της πατριάς, το άπλο στις ραχούλες,
στον πατινό το μαχαλά, ανάριες είν' οι κούλες,
πεντέξι σπίτια μοναχά, - τριγύρω τους πεζούλες-,
όλα με κόκκινα σκουφιά, κεραμιδιές κουκούλες…
Δίπλα, προχειροσκέπαστες, με τζίγκο, κουζινούλες,
αχούρια κι ανεμόπαχνα, πρόστυχες παραγκούλες,
των χρειασιδιών της αγροτιάς, σπαρτές αποθηκούλες,
-τα χωριατόπουλα, εκεί, λέγαν, πως ζουν, μπαμπούλες-
Πριν κάποια χρόνια, μέσα τους, υπήρχε ψυχεράδα,
και συχνακούγονταν φωνές ανθρώπων με ζωηράδα,
κάποτες κάντιες, πραγαλές, κάποτες με στυφάδα,
και ζωντανών οι αχητοί, σε δίψα, νηστικάδα.
Πνίγονταν τα περιάβλια τους, μέσα στην πρασινάδα,
που 'χε κερά, για κεχαγιά, -δεν άρκιε η λιακάδα-
κι ήταν στηλή ως να φανεί, πρώτη χιονονιφάδα.
Μα ο καιρός φεβγατικός, στις άραχλες βαρκούλες,
έδωκε πόδισμα, σειρά, να παίρνουν τις ψυχούλες,
τ' ανίκητου του χάροντα να γένουν σκλαβοπούλες.
Κι οι κούλες πάψαν, τώρα πια, να μοιάζουν ρηγοπούλες,
ξεμείναν χρονοντούλαπα, βοροί και καμαρούλες,
και κουβαλάνε στήματα, της αμελιάς τις βούλες.
Και στέκουν, μες στο χείμωνο, σπίτια μαρμαρωμένα,
με καπνολόγους στην οκνιά, τζάκια αραχνιασμένα,
μ’ αβλές τους που γιομίζουνε, φύλλα κιτρινισμένα,
με ζωντιμιών φωνήματα, στην άρνα ζαλωμένα,
μ' ανθρώπων τα μιλήματα, στο χρόνο παγωμένα.
Μονάχα, σε μιαν ακρινή, καπνίζει καμινάδα,
και οι τουλούπες σμίγουνε με τ’ ουρανού χλωμάδα,
ως φέρνει τις χιονόψιχες, του βοριανού σπιλιάδα,
και τις στοιβάζει στην αβλή, ασπρουδερή χαμάδα.
Κάποιο απ’ τα παράθυρα, χτυπάει μανιασμένα,
κι ένας φακός, μες στο χιονιά, φέγγει απελπισμένα,
αρνάκια στον κατάσκεπο, το στάβλο είν’ κλεισμένα…
Κι είν’ ο τσοπάνης μοναχός, και κάνει το σταβρό του
και για το ταίρι που ‘χασε, ρίχνει δάκρυ βουβό του.
Κι είναι το τζάκι αχαμνό για να τον ξεμαργώσει…
Οι κήποι περιτρίγυρα, χιόνασπρες κουβερτούλες,
θα σκεπαστούν, του σύνυχτου, ν' αντέξουν παγεράδα.
Κι αυτός θα πάρει δυο χαψιές, ψωμί, και στις γατούλες,
θα δώκει το μερίδιο τους, και σε σκυλιά ταγμένα,
στη φύλαξη αρνοκοπής, που λέχουν με αψάδα.
Και βλέμματα στο τζάκι του θα ρίχνει πικραμένα,
ωσότου αποκάμωση, τον στείλει σ' ακριβό του,
όνειρο, όπου μαχαλάς που ‘ξερε θ’ ανανιώσει… Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-01-2022 | |