Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου Δημιουργός: daponte, Σταύρος ανατριχιαστικά δοσμένη από τον Άρχοντα του Μακάβριου, Έντγκαρ Άλαν Πόε (19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο «Κόκκινος Θάνατος» ρήμαζε από καιρό τη χώρα. Καμιά επιδημία δεν είχε ποτέ σταθεί τόσο θανατερή, τόσο φριχτή. Το αίμα ήταν η ενσάρκωση κι η σφραγίδα του – το κόκκινο και απαίσιο αίμα. Δυνατοί πόνοι, ξαφνικές ζαλάδες, από τους πόρους άφθονη αιμορραγία, κι έπειτα ο θάνατος. Οι κόκκινες βούλες πάνω στο κορμί, και ειδικά στο πρόσωπο του θύματος, σήμαιναν την αποκήρυξή του από τους συνανθρώπους του, τη στέρηση κάθε βοήθειας και συμπόνιας. Η εκδήλωση της αρρώστιας, η πρόοδός της και ο θάνατος ήταν ζήτημα μισής ώρας.
Αλλά ο πρίγκηπας Πρόσπερο ήταν ευτυχισμένος, ατρόμητος και συνετός. Όταν το κράτος του ερημώθηκε από το μισό πληθυσμό, κάλεσε κοντά του χίλιους γερούς και ξένοιαστους ιππότες και κυρίες της αυλής του, και μαζί με όλους και όλες κλείστηκε σ’ έναν οχυρό του πύργο κι απομονώθηκε αυστηρά.[..........]. Έκλεινε πια ο πέμπτος ή ο έκτος μήνας από τότε που ο πρίγκηπας Πρόσπερο είχε κλειστεί στoν πύργο, ενώ έξω λυσσομανούσε η επιδημία, όταν έδωσε για τους χίλιους φίλους του ένα χορό μεταμφιεσμένων εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας.[..........................] Ήταν ένα τρικούβερτο και θαυμάσιο γλέντι. Τα γούστα του ηγεμόνα ήταν ιδιότυπα. Είχε μάτι εκλεπτυσμένο για τα χρώματα και τους συνδυασμούς. Περιφρονούσε τη συμβατική μόδα. Τα σχέδιά του ήταν τολμηρά, γεμάτα φλόγα, κι οι εμπνεύσεις τους είχαν μια βάρβαρη λαμπρότητα. Μερικοί θα μπορούσαν να τον πάρουν για τρελό. Οι ακόλουθοί του, όμως, ένιωθαν πως δεν ήταν. Έπρεπε να τον ακούς, να τον βλέπεις και να τον αγγίζεις, για να ‘σαι βέβαιος πως δεν ήτανε τρελός.
[..............]
Και ξαφνικά χτυπάει το εβένινο ρολόι μέσα στη βελουδένια αίθουσα. Και τότε, για μια στιγμή, όλα ησυχάζουν, όλα σωπαίνουν, εκτός από τη φωνή του ρολογιού. Τα όνειρα παγώνουνε κοκαλιασμένα εκεί που στέκονται. Μα να, σβήνουνε του ρολογιού οι ήχοι – κρατήσανε μονάχα μια στιγμή – κι ένα ξαλαφρωμένο μισοπνιγμένο γέλιο φτεροκοπάει πίσω τους έτσι που φεύγουν.[...................]Ίσως και για τούτο, επίσης, πριν σβήσει ολότελα κι η τελευταία ηχώ του τελευταίου χτύπου, πολλοί βρήκαν τον καιρό να προσέξουν την παρουσία ενός πρωσοπιδοφόρου, που κανένας δεν τον είχε αντιληφθεί πρωτύτερα. Κι όταν η είδηση αυτής της καινούργιας παρουσίας διαδόθηκε παντού ψιθυριστά, υψώθηκε μια σιγανή βοή, ένα μουρμουρητό, που εκδήλωνε αποδοκιμασία κι έκπληξη – και, τέλος, τρόμο, φρίκη κι αηδία[...............]
Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, τυλιγμένος απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μέσα σ’ ένα σάβανο. Η μάσκα που του έκρυβε το πρόσωπο έμοιαζε τόσο πολύ με αλύγιστη όψη νεκρού, που απ’ όσο κοντά κι αν την εξέταζες, δυσκολευόσουν ν’ ανακαλύψεις πως ήταν μια απατηλή εντύπωση και μόνο. Όλα αυτά, ωστόσο, οι τρελοί γλεντζέδες θα μπορούσαν να τ’ ανεχθούν, αν όχι να τα εγκρίνουν. Αλλά ο μασκαράς αυτός είχε προχωρήσει ως το σημείο να πάρει τη μορφή του Κόκκινου Θανάτου. Η φορεσιά του ήταν γεμάτη αίματα, και το πλατύ του μέτωπο, καθώς και όλο το πρόσωπό του, είχαν παντού τις απαίσιες κόκκινες βούλες.
Όταν η ματιά του Πρίγκιπα Πρόσπερο έπεσε πάνω σ’ αυτή τη μορφή που έμοιαζε με φάντασμα (και που με αργό κι επίσημο βήμα, σα να ‘θελε να παίξει ακόμα καλύτερα το ρόλο του, πηγαινοερχότανε ανάμεσα στους χορευτές), τον είδανε ν’ αναριγάει στην αρχή, λες από τρόμο, ή κι από αηδία. Όμως αμέσως έπειτα κοκκίνισε από το θυμό του.
«Ποιος τολμά;» ρώτησε με τραχιά φωνή τους αυλικούς που στέκονταν κοντά του
– «ποιος τολμά να μας προσβάλλει μ’ αυτό το βλάσφημο εμπαιγμό; Πιάστε τον και βγάλτε του τη μάσκα – για να δούμε ποιος είναι αυτός που κρεμάσομε στις επάλξεις του πύργου μόλις βγει ο ήλιος!»
[..............................................]
Ο ηγεμόνας Πρόσπερο[....]Κράταγε υψωμένο ένα μαχαίρι που τράβηξε από τη ζώνη του, και είχε φτάσει ακάθεκτος σε τρία τέσσερα πόδια απόσταση από τον άλλον που προχωρούσε, όταν, αυτός ο τελευταίος, που βρισκότανε στην άλλη άκρη της μενεξεδιάς αίθουσας, γύρισε απότομα κι αντίκρισε το διώκτη του. Μια διαπεραστική κραυγή – και το μαχαίρι έπεσε γυαλιστερό πάνω στο μαύρο χαλί κι αμέσως έπειτα ο ηγεμόνας Πρόσπερο, νεκρός. Τότε, μέσα στην απόγνωσή τους, συγκεντρώνοντας όλο τους το θάρρος, ένα πλήθος αυλικοί χύθηκαν μεμιάς μέσα στη μαύρη αίθουσα, και καθώς άδραξαν τον προσωπιδοφόρο που στεκότανε ολόισιος κι ακίνητος στον ίσκιο του εβένινου ρολογιού, απόμειναν παράλυτοι από την ανείπωτη φρίκη, βλέποντας πως το σάβανο κι η νεκρική μάσκα, που τα τράβηξαν με τόση δύναμη, σκέπαζαν μια άυλη μορφή.
Και τώρα κατάλαβαν την παρουσία του Κόκκινου Θανάτου. Είχε έρθει σαν κλέφτης μες στη νύχτα. Κι ο ένας μετά τον άλλον έπεσαν οι γλεντζέδες μέσα στις αιματοβαμμένες αίθουσες του γλεντιού των, και ο καθένας πέθανε στην ίδια απεγνωσμένη στάση όπου είχε πέσει. Και η ζωή του εβένινου ρολογιού έσβησε μαζί με τη ζωή του τελευταίου γλεντζέ. Και στους τρίποδες ξεψύχησαν οι φλόγες. Σκοτάδι και Σαπίλα και ο Κόκκινος Θάνατος κυριάρχησαν απόλυτα απάνω σε όλα.
https://youtu.be/Z2Nq-vJ_dcg Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-01-2022 | |