Άναρχα 35.- Δημιουργός: Ματσικοβίτης, Γιώργος Κύρου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Το ρολόι υποφέρει από αϋπνία,να δουλεύει μονάχα ξέρει.
Ο άνθρωπος συνηθίζει να εργάζεται σαν το ρολόι.
Στο πλήρωμα του χρόνου πεθαίνουν κι οι δυο
μόνο η εργασία μένει.
ΙΙ
Πολλές φορές αναρωτήθηκα έρωτας τι μπορεί να είναι;
Δεν κατέληξα πουθενά παιχνίδι αισθημάτων
σκέφθηκα πως είναι ,αισθήσεων ή παρορμήσεων.
Πλανευτής της λογικής , ψάχνει ευαίσθητες καρδιές
και θύματα τις κάνει.
Ακούω τα πουλιά να κελαηδούν,
ανοίγω τα μάτια και βλέπω το πρόσωπό σου.
Τα αισθήματα είναι τα ποιήματα της θέλησης
κι ο έρωτας; Τι είναι ο έρωτας;
Είναι θρησκεία,είναι λατρεία;
Είμαι τρελός που ακόμη σ' αγαπώ.
Ο έρωτας νικά το συναίσθημα του φόβου.
ΙΙΙ
Σκλήρυνε η ψυχή μου ,έγινα ανελέητος κυνηγός
ανυποψίαστων θυμάτων στην ανθισμένη γη
στ' ανήλιαγα δάση σε καταχνιές κι ομίχλες.
Ψάχνω γαλήνη μέσα από την υπομονή.
Δοκιμασία της αντοχής μέχρι να φτάσω
στον εξαγνισμό της ψυχής.
IV
Τα τριαντάφυλλα δεν ανθίζουν στη χώρα
που είναι ποτισμένη με κόκκινο αίμα,
ο ήλιος την αυγή φέρνει μαύρη θλίψη .
Τ' αστέρια δε μεσουρανούν στη χώρα
της δυστυχίας και του σκότους.
Η καρδιά είναι κόκκινη κι η ψυχή μαύρη.
Αυτά δεν γίνονται όμορφη ποίηση,
δεν αρκούν οι έρωτες και τα πάθη,
υπάρχει και η ζωή που δεν ενστερνιζόμαστε,
που κυλά ενάντια στο ρεύμα των ποταμών,
καθοδηγούμενη από αντιξοότητες.
Η γλώσσα του ποιητών στέγνωσε,
τα χέρια τους ξεράθηκαν στην προσπάθεια
να βάλουν λέξεις στη σειρά.
Αντί ν' αλλάξουμε τον κόσμο
τον μεταμορφώνουμε σε γυάλινο.
V
Σαν θεσπέσιο ποίημα της Πολυδούρη,
σαν άνοιξη σε καταθλιπτικό χειμώνα ,
ομορφαίνεις την ζωή μου άσπρο περιστέρι
χαμένο στην απόγνωση σκηνικού .
Η ηλικία μου είναι μεγαλύτερη
από το χρόνο που μ' απομένει.
Ορίζοντας του κόσμου είναι η μνήμη,
το μέλλον είναι πίσω.
Οι βαλίτσες μου είναι γεμάτες φαντάσματα
άφησα την αγάπη να με προσπεράσει
κι έμεινα μόνος με τη λύπη κανένα γιατρικό
δεν θεραπεύει τον καημό.
VI
Η λάσπη εκτοξεύτηκε πάνω στην ανεμώνη
λερώνοντας με λάσπη τα πέταλά της
τη στιγμή που φλέρταρε με μια μέλισσα.
¨Καταραμένοι άνθρωποι με τις μηχανές σας...”
είπε η μπλε και συμφώνησε μαζί της η μέλισσα
που πρόλαβε να πετάξει μακριά .
Είχε φτερά βλέπετε.
“Θα περιμένω τώρα ένα χρόνο γι αυτή τη στιγμή”
πρόσθεσε απελπισμένη η ανεμώνη.
Συμφώνησε ξανά η μέλισσα μαζί της
κι απομακρύνθηκε
σε αναζήτηση νέου λουλουδιού ,
η βασίλισσα ήθελε τη γύρη...
VII
Όταν ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα
ήταν καλοκαίρι φυσούσαν ετήσιοι άνεμοι
και το νησί φάνταζε μακριά
προς το βορρά.
Ένα δελφίνι προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει
αρνήθηκε αυτός πεισματικά.
“Θέλω ξανά να πετάξω με πληγωμένα φτερά
μα που να πατήσω;”είπε απελπισμένος.
Πετούσαν πάνω του οι γλάροι
κραυγάζοντας χλευαστικά
“Ήθελες πουλί να γίνεις δε θα πετάξεις ποτέ”
Οι Θεοί τον εγκατέλειψαν .
“΄Ήθελε Θεός να γίνει ο αλαζόνας”
μουρμούριζαν επιτιμητικά γυρνώντας του τη πλάτη .
Του έμεινε μόνο η ανθρώπινη θέληση,
αργότερα την έχασε κι αυτή μαζί με τη ζωή του.
Οι Θεοί είναι σκληροί , τιμωρούν αυστηρά τους αλαζόνες.
VIII
Ατελεύτητοι λαβύρινθοι μνήμης
ταράζουν τη φαντασία μου
κι ο προβοκάτορας χρόνος σιωπά.
Πόσο μεγάλος μπορεί να είναι ο κόσμος
για να χωρέσει τις εικόνες της μνήμης ;
IX
Κοιτώ από το ανοιχτό παράθυρο
τα πουλιά να πετούν
περιστέρια τα πιο πολλά γκρίζα
αυτά που αποκαλούν δεκαοχτούρες
πλάσματα της φύσης του αγέρα.
Πετούν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους
στη φωλιά τους κάθονται να επωάσουν
και να ταΐσουν τα μικρά τους
Στο έδαφος βρίσκονται όταν ψάχνουν για τροφή
και όταν πεθαίνουν κοντά σε όλα τα πλάσματα της φύσης.
Η βαρύτητα φταίει , μόνο οι ήχοι αιωρούνται διαρκώς.
X
Ο Ήλιος γλίστρησε στο βάθος του δρόμου
άφησε πίσω την καυτή του ανάσα .
Μικρό φτωχικό χωριό μου
σε χτυπούν ανελέητα οι αχτίνες του.
Θα σ’ αφήσω να πάω σε τόπο χλοερό
σε θαλάσσιο τόπο να ζήσω.
Ταξίδια με τη βοήθεια τ’ ανέμου
να κάνω μήπως τη συναντήσω.
Το παρελθόν μου είναι προσωπική υπόθεση
το μέλλον ορίζεται .
XI
Στη στέπα του πάθους μαζί με Μογγόλους ξωμάχους,
στους ήχους και τ' άσματα την όψη σου αναζητώ.
Της καρδιάς μου τη φλόγα στα χείλη σου να σβήσω.
Τραγούδι μακρόσυρτο τραγουδώ του πόθου μου νότες στέλνω
από τη στέπα της Ευρασίας στην γη της Μακεδονίας.
Άλογα τα φτερά σας ανοίξτε,αναβάτες του μέγα Χαν
την καρδιά μου κοντά της οδηγήστε.
XII
Ψάχνω τον εαυτό μου μάταια να βρω
ακολουθώντας τις πατημασιές μου πάνω στην άμμο.
Δεν τον βρίσκω φοβάμαι μήπως τον πήραν γλάροι
στα βάθη του πελάγου.
Εκεί δεν έχει βλάσφημους ανθρώπους
χαίρομαι επειδή δεν τον βρίσκω
ακολουθώντας τα βήματά μου
μακριά από τη μοχθηρία τους .
Ακόμη θυμάμαι τον εαυτό μου
αγνό μικρό παιδί με φτωχικά ρούχα,
να βλέπω ζηλόφθονα τα όμορφα
ρούχα των άλλων παιδιών.
Το κολλημένο πρόσωπό μου
στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου
βλέποντας τις λαχταριστές τούρτες,
τις πραλίνες ,τα ζαχαρωτά και τα σιροπιαστά.
Όταν μπόρεσα να τ' αποκτήσω
απέκτησα σακχαροδιαβήτη τύπου δύο.
XIII
Χρόνια είχε κατά νου να πάει στο χωριό της
με αυτοκίνητο καλό στα μάτια της ν' ανέβει ,
όπως παιδί το έκανε στους άγουρους έρωτες του.
Τα χρόνια πέρασαν κουρασμένος αυτός
παλιό και τ' αυτοκίνητο έμεινε όνειρο ανεκπλήρωτο
ταξίδι δίχως κίνητρο.
Δύστυχε άνθρωπε επικρατεί η λογική
των δυστυχισμένων κι όχι των ρομαντικών και των τρελών.
XIV
Τα ξερά φύλλα των τριών φλαμουριών
ακολουθούν την τυφλή πορεία τους
σε σημείο που αέρας δεν τα φτάνει
πασχίζουν να κρυφτούν κι αυτά
από το φόβο της αιώνιας σήψης.
XV
“Γιατί ζωγραφίζεις λουλούδια ;”
με ρώτησε ένα μικρό κορίτσι
“Επειδή είναι όμορφα σαν εσένα
και θέλω να τα κρατήσω όμορφα για πάντα” αποκρίθηκα.
“Τότε γιατί δε ζωγραφίζεις και μένα;”
απάντησε αφοπλιστικά η μικρή.
Ομορφιά έχει η φύση, ομορφιά έχει η κίνηση
των καλαμιών όταν φυσά στ' απέραντα λιβάδια
τα σύννεφα που είναι σε διαρκή κίνηση
η θάλασσα που είναι σε διαρκή κίνηση.
Η ζωή μας είναι γεμάτη με όμορφες εικόνες
προσπαθούμε πολλοί αλλά δεν τις βλέπουμε
στο υποσυνείδητό μένουν οι ασχήμιες
της καθημερινότητας.
Οι ζωγράφοι περνούν την ομορφιά στο μουσαμά,
οι ποιητές τη ζωγραφίζουν με λέξεις.
Δημιουργός είναι μόνο η φύση
ομορφιά έχει μόνο η φύση,
όλοι οι άλλοι αντιγραφείς είμαστε,
πρέπει να ξέρεις να τη ξεχωρίζεις .
XVI
Μάταιο να γράφεις το όνομά της
στην άμμο,θα το καλύψει το κύμα
Μάταιο να γράφεις το όνομά της
στο νερό του ποταμού που ρέει
τα γράμματα θα κυλήσουν στη θάλασσα .
Ακόμη πιο μάταιο να γράφεις το όνομά της
στην καρδιά σου όταν νιώθεις ότι δε σ' αγαπά.
XVII
Μέσα στο αφιλόξενο δάσος
οι αχτίνες του Ήλιου ξεφεύγουν
ανάμεσα από τις φυλλωσιές.
Περνώ από μια ρωγμή
με το αερόστατο μου
μακριά στα άγονα βουνά .
Σε βλέπω να κλαις κοντά στην πράσινη λίμνη
γέμισε με ατέλειωτα δάκρυά
κι ο τόπος με κόκκινες παπαρούνες
πολύτιμα κόκκινα διαμάντια.
Σου στέλνω τη σκέψη μου ξανά
με αύρα από χρώματα της ίριδας
εσένα που με πλήγωσες πολύ
με υποσχέσεις χωρίς αναστολή.
Παίρνω ανάσα αφήνω το παρελθόν
κι επιστρέφω μόνος στο οικτρό παρόν.
XVIII
Μικρή μου νυχτώνει
δε με βλέπεις με αισθάνεσαι μόνο.
Αίσθηση, ποια αίσθηση μας κάνει
να αισθανόμαστε τον άλλο;
Ευτυχώς που τα κορμιά μας
επικοινωνούν χωρίς φως,
το φως χωρίζει τα κορμιά από την απαλότητα
και την υφή της επαφής που η νύχτα προκαλεί.
Ήταν όμορφος ο έρωτάς μας
σαν λευκό άνθος λωτού ραντισμένο
με σταγόνες υγρασίας πάνω.
Είχαν ομορφιά τα “αχ” του έρωτά μας!
Είναι πρωί,ένα παρόμοιο πρωινό θα φύγεις
χωρίς να πεις λέξη καμία. Είναι νύχτα,
μια παρόμοια νύχτα ήλθε η αγριεμένη θάλασσα,
σαν λυσσασμένο τσουνάμι και πήρε μαζί του
ακόμη και τις αναμνήσεις μας.
Εσύ εκεί κι εγώ μακριά αιτία η λογική των ανθρώπων,
λογική που δεν ισχύει στον έρωτα των πεταλούδων.
IXX
Κρύα η χειμωνιάτικη νύχτα τ' αστέρια λάμπουν επιθετικά ,
φεγγοβολάει το στερέωμα στην απόλυτη σκοτεινιά.
Βγήκα να μαζέψω κρύο αέρα μετά τη φλόγα
που φούντωσε στα σωθικά μου.
Ορκίστηκα να μην αγαπήσω ξανά
το λόγο μου δεν κράτησα
όπως κι εσύ δεν κράτησες
το λόγο σου να με ξεχάσεις.
Στην επιστροφή τρεις πεταλούδες ,
σαν Γιαπωνέζικα χάϊκου,με συντρόφευαν για το σπίτι.
Ελπίδα. Υπομονή. Κουράγιο.
XX
Μόνιμα περίμενα το καλύτερο στη ζωή μου
αλλά με γέρασαν οι απογοητεύσεις .
Περίμενα πάντα το χειρότερο και πέρασε ο καιρός .
Ζήσε άνθρωπε το τώρα μη βλέπεις πίσω ούτε μπροστά ,
ζήσε το παρόν.
ΧΧΙ
Από το χρόνο της ζωής μου έχασα δυο χρόνια και δυο μήνες, παρά δύο μέρες.
Άχρηστα χαμένα χρόνια. Ατυχία θα έλεγαν πολλοί ανοησία οι λογικοί,
μοναδικό μου κέρδος η περισυλλογή και η μελέτη.
Από την ημέρα που σ' έχασα πέρασαν οχτώ χρόνια και σαράντα μέρες,
κέρδος μοναδικό η περισυλλογή και η εκτίμηση των χαμένων ψευδαισθήσεων.
Λείπεις οχτώ φθινόπωρα κι άλλα τόσα καλοκαίρια.
Άχρωμος ο ουρανός,άχρωμη κι η θάλασσα μαύρισε και θέριεψε ο πόνος μέσα μου.
Ο ήλιος έχασε τη λάμψη του, έγινε απόμακρος και σκοτεινός.
ΧΧΙΙ
Οι άνθρωποι που με ώθησαν να πάρω μολύβι και χαρτί στο χέρι,
είναι πολλοί λίγοι.
Χωρούν με άνεση σε θάλαμο ελκυστήρα μικρής πολυκατοικίας.
Δυστυχώς κατέβηκαν όλοι κι απόμεινα μόνος.
ΧΧΙΙΙ
Κίνησα μια όμορφη φθινοπωρινή μέρα
να δω ένα πρόσωπο από αυτά
που παραπάνω μνημόνευσα.
Η βραδυφλεγής αντίδραση
στα κελεύσματα αγάπης
με ανάγκασαν να επιστρέψω πίσω.
Η ψυχρότητα ήταν αφόρητη.
Στην επιστροφή χειμώνιασε
πέσανε τα φύλλα των δέντρων,
κρύος αέρας φύσηξε από το βορρά
ερήμωσαν ο δρόμος της επιστροφής,
αφιλόξενα έγιναν τα χωριά στο διάβα μου.
XXIV
Το αυτοκίνητο ένιωσε την πίκρα μου
κι ο σκύλος στην αυλή του σπιτιού μου
χαμήλωσε το βλέμμα και τ' αυτιά.
Κατοικίδια και αυτοκίνητα
πόσα ξέρουν και δε μαρτυρούν ποτέ!
Οι άνθρωποι σκοτώνουμε ότι αγαπάμε
γιατί το μίσος ενδόμυχα κυριαρχεί πάντα,
ακόμη και στη σύγκρουση
αγαθών πράξεων και υπάρξεων.
Θεσσαλονίκη 23 Ιουλίου 2022 ώρα 12.42 μεσάνυχτα με καύσονα. Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-07-2022 | |