Σβίντζιρες

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλό μεσημέρι σε όλες και σε όλους. Ακούγοντας τα τζιτζίκια, σε κάποια αχτή του Κορινθιακού (και όχι μόνο...)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ζαμάνια πλήθια μες στη γης, οι σβίτζιρες προσμένουν,
σε τρύπες σκότεινες, ζεστές, τένερες και νοτερές.
και πόδια τους, συμαζωχτά, ανακινούν κάποιες φορές,
μες στου καιρού καρτέρεμα, κι ίσα που ανασαίνουν…

Αλήθεια, τι ‘νειρέβονται τα έρμα τα τζιτζίκια,
έτσι ως είναι διπλωτά, μες στο γλιτζό το χώμα;
Κι οι βλέψεις τους ποιό παίρνουνε, γιερό, γάργαρο χρώμα,
όταν γλιστράν φτερόλαμνες, στ' αγέρα τα τσιφλίκια;

Τα μύχια τους τα όνειρα, ψυχή δεν τα γνωρίζει,
και μένουν αινιγματικά, αρμήνεμα δεν έχουν,
στης γνωστικάδας ύπουργα, πεισματικά αντέχουν,
και μόνο με τη μαντική, κανένας τα πλεβρίζει.

Μπορεί φύλλα να νείρονται, π' ανάρια θα μυζήσουν,
νότες, μπορεί, μονότονες, που έχουν ν' αφιερώσουν,
κεχριμπαριές ρεπλίκες τους, κλωνιά που θα στοιχειώσουν,
ίσως και τους επίσπορους, οπού ποθούν ν' αφήσουν…

Κάποτες, ξεμυτίζουνε, από τη γης, ομάδι,
- νιώνουν των πρώτων αριθμών, μυστήρια και μανιέρες,
ίσως, ωγύγιων παγωνιών, τους δασκαλέψαν μέρες -
κι αφήνουνε ξοπίσω τους τ' ανήλιαγο σκοτάδι.

Τινάζουν από πάνω τους μπουχό και μούχλιο χώμα,
κι απ' την αψάδα ν' ανεβούν, άλλο τι δεν κατέχουν.
Στα δέντρα που τους ξένισαν, λούγγρες, βαδιά, προστρέχουν,
κι από λουμιά τους πιάνονται με σμαραγδένιο χρώμα.

Κι αρχίζουνε τα σερνικά, γιαρέδες ν' αποψέλνουν,
που 'ν' ξάνοιξης, η κοληγιά, και της βιδιάς παρέα,
και γίνονται πιο δυνατοί με τον καιρό, μοιραία,
όσο δεν βρίσκουν αντικριά, καλεστικά που στέλνουν...

Άνεμος δεν τα σταματά, μον' στη βροχή σιωπαίνουν,
μα με λουτρό δε σβήνει-τους, θερμό ταμπεραμέντο,
παρά φτάνει κοντσέρτο τους σ' ουριαστικό κρεσέντο,
τι, μέρες τους κατέχουν πως, παίρνουν και λιγοσταίνουν.

Κι ως μουσουργούν, ξωπίσω τους, αφήνουνε ξωφόρια,
και με γιορτοφοριάτικα, συσμίγουν και πεθαίνουν,
μα, μελισά τους τσέφλουδα, δεν τους καταλαβαίνουν,
του ζεβγαρώματος χορούς, κι ορμής τα ορατόρια…

Μηδέ αναγνωρίζουνε, κάποτες το ποια ήσαν,
μηδέ θυμούνται όνειρα, σε γης ζεστή που είχαν,
κι από τραγούδι άδειασαν και νότες που κατείχαν,
στον άνεμο και στη βροχή, την τύχη τους αφήσαν…

Λεν' της σκλιτάδας μας σοφοί, πολλά για τα τζιτζίκια…
Για τις μουγγές γυναίκες τους, πως είν' καλογραμμένα,
μα και για δαύτες, άδικο, τα νιάτα τους χαμένα,
να φεύγουν με γιαρένηδες, που ζουν με τενορλίκια...

Λέν’ είναι βάρδων οι ψυχές, με μούσα φευγαλέα,
που δεν προφτάσαν ν' αξιωθούν της παινεσιάς τη χάρη.
παρά χαθήκαν, τέχνη τους πριν φτάσει σ’ ακρινάρι,
και τη σταφνίσαν κριτικοί, φτηνή και αγοραία…

Στων τζιτζικιών τα σώματα πετύχαν να τρυπώσουν,
και σε κατάπρυμους καιρούς, με τερερίσματά τους,
γυρέβουνε συχώρεση, για όποια κρίματά τους,
και ρίμες που ξαστόχησαν ζητάνε να διορθώσουν…

Λένε, ακόμα, σαν κι αυτά, στη γης είμαστε ζούδια,
πως είμαστε τα τσέφλουδα απάνω στο γρασίδι,
τα χρώματα δε γνώθουμε σ' ονείρων μας διασίδι,
κι απ' τα πολλά πετσιά μας πως, λύτρα μας είν' τραγούδια…

Και χρείες μας ανέκφραστες, πόθοι ταπεινωμένοι,
οι που γλιστρήσαν ανετές, φόβοι τρικυμισμένοι,
αζυγανιάς διανιώματα, σκοποί συφοριασμένοι,
μες στην ψυχή είν’ σβίντζιρες, σε σύχλια γης χωμένοι…

Που σαν ανέβουν, κάποτες, στου νου μας τα βλαστάρια,
με διακονιές για προσοχή, μπορούν να μας ζαβώσουν,
και με σπιλιάδες, π' αγαπάν, μπορούν να τα σαρώσουν,
της σκέψης μας τα ταχτικά, στεκάμενα αρμάρια…

Και μόνο με του σύθρηνου λουφάζουν νοτεράδα,
κι όσα προλάβαν κι έσπειραν, κάνουνε ρετιράδα,
μες σε ψυχής μας σύμπαθης, άσφαλη σιγουράδα,
απορρουφώντας απ’ αυτήν, λόχη και τρυφεράδα...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-08-2022