Ξεμόνισμα

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλημέρα σε όλες και σε όλους. Ευχές για τη χρονιάρα μέρα.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μπροστά μας, κόρφος πραγαλός σα λίμνη,
από παντού, οι κάβοι τον εκλείναν,
μονάχα, νότια, χάσκισμα αφήναν,
στις τράτες που μας μόστραραν την πρύμνη.

Σε νύχτια, τράβαγαν, βροχοριξιά τους
χαμψί τις καρτερούσε κι αθερίνα,
γλαριά τις συντροφέβαν στη ρουτίνα
και ρήγας ήλιος τσάκιζε, δεξιά τους,

Ανάφτεροι, ανάριοι, τραγουδιάνοι,
μες στο κεντί, τη μέρα τους βλογούσαν,
κι εμάς τους δυο, στην παραφρή θωρούσαν,
μονάξιας να γινόμαστε ζητιάνοι.

Το δύσμα μας ετύλιξε με λόχη,
ροδόχρυσες μας τύφλωσαν αχτίδες,
πιασμένοι στου σεβντά μας τις τσιμπίδες,
γυρέψαμε, για μιαν αγκάλη, κόχη.

Επήγαν οι ματιές μας στο λοφάκι,
κειο το πυργί, τη βάλη που φυλάγει,
από σιρόκου και γαρμπή τ' αλλάγι,
και στην κορφή του έχει κλησιδάκι.

Κουριόζο, σε προφήτη που ζητάει,
τόπους, οπού τη χάμνα δεν κατέχουν,
ξεμόνι ν’ αφιερώνουν, που το βρέχουν
λεβάδα κι αλισάχνη, σαν φυσάει...

Μα, πήραμε για ‘κεί το ανηφόρι,
του κόσμου απαριάζοντας στρανέσα,
- μπρος στης ψυχής τα μύχια ιντερέσα,
σε ποιό μυαλό μελέβουν γρίφων σπόροι; -

Ομπρός σε άγιο κατοικιό, με κιάρα
τοιχιά και περουτζένιο σταβροθόλι,
σιγήσαν του σεβντά μας οι διαβόλοι,
και φράνθηκε αγάπη διακονιάρα.

Από το παραπέτο, στ' αβλιδάκι,
βιγλίσαμε τις γέμελες τις πόλεις,
αγκαλιασμένοι, κι έλεγες μαργιόλης,
πως είναι ο Δριμάρης, κι αλητάκι…

Ξεμείναμε λουσμένοι στο κολόρο
της δύσης, ώσπου δρόσιο αγεράκι,
τις πλάτες μας επήρε, και βραδάκι,
της λύπης, στις καρδιές, φύτεψε σπόρο.

Κι ως σίμωνε εκειό το παλληκάρι,
που γύρεβε τους κόρφους φωτισμένους,
να καρσιντάνει, κάπως ζαλισμένους,
να γέρνουμε, μας βρήκε, το φεγγάρι.

Και τ' άζεστα της νύχτας τα δαχτύλια
στο ακρογιάλι, μπρούσκα, μας χωρίσαν
και τις στιγμές, στον Αη-Λιά, ποντίσαν,
στη βάλη, στέρνιασμα για τα καχύλια…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-08-2022