Κύκλος 2 Δημιουργός: MASTER Η συνέχεια του "Κύκλου" (δεν ξέρω αν έκλεισε ακόμα) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [I]Αφιερωμένο στο Μάνο Λοΐζο.[/I]
Μνήμες θαμμένες μες στα χώματα της λησμονιάς σου,
αλήθειες αλαβάστρινες τρυπούν τα σωθικά σου.
Μα, στρίγκλα εσύ, πεισματικά την κάθαρση θ' αρνείσαι
και τη ζωή που σου 'δωσαν πάντα θα εκδικείσαι.
Γύρευες πάντα ανούσια την επανάστασή σου,
σ' όλη τη γη ταξίδεψες το άθλιο κορμί σου:
Νάπολι, Πράγα, Μέχικο, τα φιορδ και τις Αντίλλες,
"όλον τον κόσμο γύρισες μα τίποτα δεν είδες"
[align=center]*[/align]
Α.
Λίγα πράγματα κατάφερα κι εγώ
ν' αγαπήσω σ' αυτήν τη ζωή.
Πάντα θ' αγαπάω τα τρένα και τα πλοία.
Τα τρένα τα βρώμικα, τα παλιά,
με τα ξέχειλα από ξεφτισμένα όνειρα, βαγόνια.
Και τα πλοία. Τα πλοία που βρωμούν πετρέλαιο.
Το νυχτερινό αεράκι στην πλώρη τους
και τη θαλάσσια μαύρη απεραντοσύνη.
Ψάχνοντας ζωηρά με το μάτι
να βρω μες στο σκοτάδι μια ένδειξη
για το που πηγαίνουμε -χωρίς ωστώσο να με νοιάζει.
Ψάχνοντας με το μάτι μια ένδειξη ζωής,
ξέροντας πως ποτέ δε θα μπορούσα να υπάρξω
πιο ζωντανός και πιο εγώ από εκείνες τις ώρες.
Β.
Βίκτορ, οι καιροί άλλαξαν στη Χιλή.
Στο Σαντιάγο μπορούν και πάλι
ν' ακούν το μανιφέστο της κιθάρας σου.
Μέχρι και σ' ένα γήπεδο (το θυμάσαι;)
δώσανε τ' όνομά σου.
Τιμή και δόξα, λοιπόν, στα δάχτυλά σου,
που τα έκοβαν κάποτε ένα προς ένα
λες και ήταν ζεστό ψωμί
που ταΐζει τους φτωχούς τραμπαχαδόρες.
Γ.
Μα όταν κάποτε ξαναγύριζα
η συγκίνηση ήτανε πάντα η ίδια.
Ξανά όταν έβλεπα τα ίδια φώτα, ξανά...
Ξανά όταν μύριζα τις ίδιες μυρωδιές της φυλακής μου,
τότε κυλούσε η καρδιά μου απ' τα μάτια μου
και μούσκευε το κόκκινο χώμα
και το 'κανε να πάλλεται στο ρυθμό της.
Πάλι αυτή η πόλη που μισώ και αγαπώ μαζί...
το χώμα των τόπων μου...
Πως γίνεται...πως γίνεται τα πράγματα
που τόσο αγαπάς να σε κρατούν φυλακισμένο;
Το χώμα των τόπων μου... Σ' αυτό...
Πάντα θα γυρίζω! Πάντα... όχι!
Πάντα θα συμβιβάζομαι! Εγώ... ναι!
Δ.
Κώστα, ποιοι να πηγαίνουνε πια
στην υπόγεια την ταβέρνα σου;
Τώρα οι βρισιές συχνότερα ακούγονται
την ώρα του φραπέ και του γηπέδου.
Και καπνούς θα 'βρεις μονάχα
στα παρακμιακά μπουζουκτσίδικα της επαρχίας
ή σε αυτοσχέδιους ναργιλέδες που σκαρώναμε.
Ας μη μιλήσω για λατέρνα καλύτερα.
Μόνο το πιοτό έμεινε το ίδιο.
"Να πάνε κάτω τα φαρμάκια"!
Ε.
Πάλι μπροστά μου αυτή η σιχαμένη!
Η σιχαμένη η ρουλέτα της ζωής μου.
Γιατί να πρέπει να ποντάρω κι εγώ;
Γιατί να χτίζω μια εύθραυστη ζωή ανάμεσα
στο μαύρο και στο κόκκινο; Γιατί να κυλάει
ακόμα αυτή η άτιμη η μπίλια; Σταμάτα στο μηδέν!
Υπάρχουν στιγμές που μένω μόνος μου.
Μα έχουν σκουριάσει πια οι δικαιολογίες.
Τι πάει να πει "Δεν κλαίω,
μπήκε στα μάτια μου ένα σκουπιδάκι";
Βαρέθηκα να το πάιζω σκληρός.
Σκληρός για ποιόν; Σκληρός γιατί;
ΣΤ.
Μάνο, δεν ξέρω πια που να σε ψάξω.
Τα λαμπρά σφαγεία των δρόμων
βρίσκονται πια σε εμπορικό κέντρο με σινεμά.
Το ανθρωπομάρκετ το τρελλό, έγινε αλυσίδα,
άνοιξε παραρτήματα σ' όλον τον κόσμο
και μπήκε με το σπαθί του στη Wall Street.
Μάνο, φοβάμαι. Δεν είμαι πια ροκ.
Ούτε εγώ γλύτωσα τελικά το βόλεμα.
[align=right]Σεπτέμβρης 2006, Θεσσαλονίκη.[/align] Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-09-2006 | |