Μαγεία

Δημιουργός: professorark, Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Καλή Κυριακή και καλή εβδομάδα σε όλες και σε όλους.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αν πω, "πιστεύω στη γητιά", μπορεί και να γελάσεις,
μα, ‘γω σ' αυτό, μπορώ, σαν θες, και να στοιχηματίσω...
Κατέχω, πως αν είδα φως, είν' που 'στερξαν να ζήσω,
μάγοι, σε τόπο μαγικό, σε γόησσες περιστάσεις…

Και μέστωσα σε τόπο μαγικό, σε μάγους πλάι…
Μα οι πολλοί δεν ένιωσαν, πως με γητιάς τεχνίδια,
τη θέση μας θα βρίσκαμε στης μοίρας τα διασίδια,
και τέχνης του μαγέματος, δεν πήραν το κολάι...

Μα, όχι όλοι... Κάποιοι ‘ξέραν, τύχης τα στημόνια,
πως φαίνονται με νήματα, από τις καταστάσεις,
και, στο καλειδοσκόπιο μου, μπορούσες να τα διάσεις,
χρωσμένα, με τα που 'φυγαν, τα που θα 'ρχόταν, χρόνια…

Κι ίσως και συ να το ‘ξερες, απλά δεν το θυμάσαι…
Γνώμη μου είν' πως, απαρχή της γνώσης μας, τα μάγια,
πως κάπου μέσα μας, βαθιά, δίσοφη κουκουβάγια,
γνωρίζει πλήθος μαγικά, που, ίσως, πια φοβάσαι…

Εκεί 'ναι μαγικά ραβδιά, χαλιά οπού πετάνε,
εκεί η ικανότη μας, στα ζώα να μιλάμε,
σύγνεφα να διαβάζουμε, την άμμο να κοιτάμε,
και για του μελλικού γραφές, σκέδια της ν' απαντάνε…

Μα σαν τα νιώσουμε καλά, βγαίνουν απ’ την ψυχή μας...
Τα στέλνουμε στην εκκλησιά, τα πάμε σε σχολεία,
τους κοκκινίζουμε τ' αυτιά, γρικούν υποβολεία,
περνούν κήρυγμα, ξόρκισμα, και πάνε στην ευχή μας…

Σε ίσιο μας βάζουν δρόμο, από στενά περνάμε,
μας λέν' να μεγαλώσουμε, μας λένε για ευθύνη,
όλοι αυτοί που νιότη μας, τρέμουν κι αβερτοσύνη,
εκείνοι που ζηλεύουνε, μαγεία π' αγρικάμε…

Αυτοί που λύπη νιώθουνε και της ντροπής το βάρος,
που μέσα τους να μαραθεί, την άφησαν με χλεύη...
Τι σαν μακρύνεις απ' αυτή, το τράτο της στερέβει,
δεν ξαναβρίσκεται σωστή, τήνε κυκλώνει κάρος…

Μπορείς για κάμποσες στιγμές, ανάρια να την έχεις,
για κάποια δευτερόλεφτα, στη μνήμη και στη γνώση...
Εξιά δεν είν', ολάκερη πίσω, πια, να στη δώσει
τι, σ’ έργα και σε τύπους της, έπαψες να μετέχεις...

Όλοι αυτοί που κρυφοκλαίν, σαν βλέπουν μια ταινία,
το κάνουν, γιατί χάνονται, για λίγο στη μαγεία.
Όμοια κι οι που βαγίζουνε, σε ήχων συνεργία,
κι αυτοί που βλέπουν σ' ουρανούς, πεφτάστερων ξενία...

Γα κάποια σύντομη στιγμή, είν' στης γητιάς ρηγάτα,
και όταν βγαίνουν στον αψύ, της λογικής, τον ήλιο,
στενοπερνούν που τ'άφησαν το μαγικό το σπήλιο,
κι υπομονέβουν δύσκολα, βέρας ζωής τα βάτα…

Φορτώνονται στις πλάτες τους, καλά κι άσκημα βάρη,
και καταστάσεις βιώνουνε που δεν τις πεθυμάνε,
βλέπουν αγαπημένους τους, να σβήνουν, να περνάνε,
καρσί, για τους λαβύρινθους, δεν έχουνε κουβάρι…

Αναρωτιώνται, μ' αξαφνιά, ποιοι είναι και που πάνε,
και η αλήθεια της ζωής είν', μες στων άλλων φθόνο,
ότι μακραίνουν συνεχώς, πολύ με κάθε χρόνο,
από κουδιά αρχαρική, που 'χαν για να ξεχνάνε…

Η ζήση μας, επίμονα, βάζει τα δυνατά της,
να σβήσει από μέσα μας τη μνήμη της μαγείας.
Μα, φτάνει μέρα ξαγοράς, μέρα αντιλογίας,
που η ψυχή πια δε βαστά, κλουβιά αγκαθωτά της…

Και για καινούργια ρούγα της, γυρέβει αναμνήσεις,
απ' τη γητιά, αν σε μπαξέ μαγείας καρντινιάζει.
Κι αν θέλει, σε καλάρεστο τόπο πια να φωλιάζει,
πρέπει ακέριες να βαστά, τις πρώτες της τις μυήσεις…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-09-2022