Mpala-mpala, oxi fláts Δημιουργός: Antiope11, Karamoggos Norvegicus https://www.pemptousia.gr/2019/03/o-balomatis/ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
μπαλωματής αρσενικό
(επάγγελμα) επιδιορθωτής ενδυμάτων
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη μπαλώνω
Ετυμολογία
μπαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαλώνω < *ἐμπαλώνω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /baˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐λώ‐νω
Ρήμα
μπαλώνω, πρτ.: μπάλωνα, στ.μέλλ.: θα μπαλώσω, αόρ.: μπάλωσα, παθ.φωνή: μπαλώνομαι, μτχ.π.π.: μπαλωμένος
επιδιορθώνω ένα ύφασμα ή ρούχο που έχει σκιστεί ή φθαρεί ράβοντας το σημείο εκείνο ή προσθέτοντας ένα επιπλέον κομμάτι υφάσματος (μπάλωμα)
(μεταφορικά) επιδιορθώνω πρόχειρα μια βλάβη ή προβληματική κατάσταση
Εκφράσεις
τα μπαλώνω: προσπαθώ να διορθώσω ένα λεκτικό λάθος, μια ακριτομυθία
Συγγενικές λέξεις
αμπάλωτος
μπάλωμα
μπαλωματής
Δείτε επίσης
εμβαλωματικός
μαντάρω
Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-10-2022 |